γιˬαπράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαπράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

γιˬαπράκι τό, Ζάκ. Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δρόβιαν. Πάργ.) Ἰκαρ. Ἰων. (Μπουρνόβ. Σμύρν.) Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) Λέρ. Μῆλ. Πάρ. Πάτμ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βάλτ. Γαργαλ Δίβρ. Λακων. Μεσσην. Μανιάκ. Ξηροκ. Πιάν. Πυλ κ.ἀ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος (Βροντ. Φυτ.) Ψαρ. -Μ. Μινώτ., Ζακυθιν. ἀγριολούλ., 2,78 - Λεξ. Βλαστ 277 κ.ἀ. γιˬαπράκ’ Ἁλόνν Α. Ρουμελ. (Βοδεν.) Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ.) Θάσ. Θεσσ. (Ἄμπελ. Μελιβ. Μοσχᾶτ. Τρίκερ.) Θράκ. (Ἀδριανούπ. Καλλικράτ.) Μακεδ. (Βέρ. Βόιον. Γηλοφ. Δεσκάτ Δῖον Κοζ. Νέον Σούλ.) Προπ. (Μηχαν.) Σάμ. (Κοκκάρ. Κοντακαίικ. Μαραθόκ. Μαυραντζ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ. Περίστ. Τριχων. κ.ἀ.) Τένεδ. γιˬαπράτσι Ἄνδρ. Ἀστυπ. Καρ (Ἁλικαρνασσ.) Κάρπ. Μεγίστ. Νίσυρ. Σίκιν. Χίος (Καστρ. κ.ἀ.) γιˬαπράτσ’ Λέσβ. Σκῦρ γιˬαbράτσι Θήρ. (Οἴα) λιˬαπράκι Ζάκ. Πελοπν. (Βερεστ. Κοντογόν. Παπούλ.) ᾿απράκι Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaprak = φύλλον.

Σημασιολογία

Συνὴθ. κατὰ πληθ., εἶδος φαγητοῦ ἐκ τρυφερῶν φύλλων ἀμπέλου ἢ λαπάθου, ἢ κράμβης ἢ μαρουλίου ἢ ἐξ ἀνθέων τὴς κολοκύνθης, ἐντὸς τῶν ὁποίων περιτυλίσσεται μικρὰ ποσότης κρέατος κομμένου εἰς μικρότατα τεμάχια, ὀρύζης καὶ λεπτῶν φύλλων ἡδυόσμου, ἀνήθου, μαράθου καὶ μακεδονησίου ἢ ἄνευ κρέατος καὶ μετὰ τῶν ἀνωτέρω ἀρτυματικῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆρα καὶ ζεμάτισα τὰ λαπατόφυλλα πού ’χα ἀπὸ τὰ ψές, ἔκοψα καὶ λιγούληνε δυˬάσμο, μάραθο καὶ μακεδονήσι, ἔκοψα καὶ τὰ ψαρονέφριˬα ἀπὸ τὸ χοιρινό, ποὺ σφάξαμε τώρα τ᾿ς Ἀποκριές, τὰ ψιλόκοψα, ἔβαλα καὶ ρύζι, τὰ πίνιξα μὲ δυὸ ἀβγὰ καὶ τά ’φκε͜ιαξα γιˬαπράκιˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) Σήμερα φάγαμαν γιˬαπράκιˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γιˬαπράκιˬα ἀμπελοφυλλένια Ἰκαρ. Γιˬαπράκιˬα φκειάνουμι μὶ τὰ κληματόφ’λλα Θεσσ. (Τρίκερ.) Τ’ ἄˬι-Βασ’λε͜ιοῦ κάνανι γιˬαπράκιˬα Σάμ. (Κοκκάρ.) Εἶνι τ᾿ς ἐπουχῆς τώρα τὰ γιαπράκια Ἁλόνν. Ἡ μάννα μου ἠμάζεψε ἀμπενόφυλλα ’ὰ κάμῃ μας γιˬαπράκιˬα Χίος (Φυτ.) Πκιˬάσε ἀπὸ τὴμ bερεσίκαμ-μου τὸ περτοκαλ-λόφυλ-λd ο ᾽ὰ βάλωμε ’ς τὰ γιˬαπράκιˬα Σύμ. Ἐμένα ᾽ρέσουμ μου τὰ γιˬαπράκιˬα Κῶς (Καρδάμ.) Θέλου νὰ βρῶ ἕνα καλὸ κουμπρουλάχανου νὰ φκε͜ιάκου τὰ γιˬαπράκιˬα Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἕφκε͜ιασε σήμερα ἡ γριά μου λιˬαπράκιˬα καὶ θὰ φάου μὲ τὴν ψυχή μου Πελοπν. (Βερεστ.) Φέρε λιγουλάκι δυˬάσμο νὰ φκε͜ιάσω λιˬαπράκιˬα Πελοπν. (Κοντογόν.) || Φρ. Ἔκαμε τὰ γιˬαπράκιˬα (ἀπεβίωσε) Σάμ. Νὰ ἰδοῦμι, θὰ κάμου παννιˬὰ γιˬὰ θὰ τὰ κάμου τὰ γιˬαπράκιˬα (θὰ κάμου παννιˬὰ = θὰ θεραπευθῶ) αὐτόθ. || ᾌσμ. Τῆς νυχτερίδας τὰ φτερὰ μοῦ κάμασι γιˬαπράκιˬα, γιˬὰ νὰ τὰ φάω ν᾽ ἀρνηθῶ τὰ μαῦρα σου ματάκιˬα Κάρπαθ. Τῆς λευτερίας τὰ φτερὰ μοῦ κάμανε γιˬαbράτσα, γιὰ νὰ τὰ φάω ν’ ἀρνηστῶ τὰ δυˬό σου μαῦρα μάθιˬα (τῆς λευτερίας = τῆς νυχτερίδας) Θήρ. (Οἴα) Χελιδονάτσα τῆς Βλαχιˬᾶς μ’ ἐκάμασι γιˬαπράτσα, γιˬὰ νὰ μὲ κάμουν ν᾽ ἀρνηστῶ τὰ δυˬό σου τὰ ματάτσα Μεγίστ. Ἀφέd’, θέλουμι γιˬαπράκιˬα, | μοῦ φουνάζουν τὰ πιδάκια Ἤπ. (Ἰωάνν.) Συνών. γιˬαλατζί, λαχανοντολμᾶς, ντολμᾶς, σαρμᾶς, ψευτογιˬάπρακο. β) Φαγητὸν ἐκ μίγματος φακῆς ἢ ἀρακᾶ καὶ ὀρύζης, τυλισσόμενον εἰς φύλλα ἀμπέλου καὶ καλούμενον γιˬαπράκιˬα τῆς Μεγάλης Πέφτης Σύμ. γ) Εἶδος φαγητοῦ μὲ ἐντόσθια καὶ μυρωδικὰ Στερελλ. (Ἀχυρ.): Τὰ φκε͜͜ιάν’ καλὰ τὰ γιˬαπράκιˬα ἡ θε͜ιὰ-Μητσανὴ (ἀνδρωνυμ.) δ) Φαγητὸν ἐκ μίγματος ὀρύζης καὶ λειανιστοῦ κρέατος Ἄνδρ. Πελοπν. (Πιάν.) Συνών. γιˬουβαρλάκι. ε) Φύλλον ἀμπέλου Ἰων. (Σμύρν.):᾽ Θὰ ἀγοράσω γιˬαπράκιˬα νὰ κάνω γιˬαλαντζὶ (= ντολμᾶδες ἄνευ κρέατος.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/