ἀρσενικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρσενικὸς ἐπίθ. κοιν. ἀρσινικὸς Θρᾴκ. (Κομοτ.) Κρήτ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. ἀρσι’κὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀρσενικὸ Τσακων. ἀρτινικὸ Καλαβρ. (Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) ἀφινικοὺ Καλαβρ. (Καρδ.) ἀρτσενικὸς Χίος (Μεστ.) ἀρτινικὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀρι’κὸς Μακεδ. (Χαλκιδ) ἀσερνικὸς Ανδρ. Θρᾴκ. Ἰων. (Κρήν) Κάλυμν. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθν. Κῶς Μύκ. Νάξ. Σίφν. Σῦρ. (᾽Ερμούπ.) Χίος κ.ἀ. ἀερνικὸς Ἄνδρ. ἀσερ’κὸς Μύκ. ἀσιρνικὸς Κρήτ. ἀτσερνικὸς Ἀστυπ. ἀσερκὸς Ἤπ. Μύκ. ἀσιρ’κὸς Λέσβ ἀσιρκὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἄι’κός Λέσβ. ’ρσενικὸς Πελοπν. (Τριφυλ.) σερνικὸς Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ζάκ. Ἤπ. Καππ (Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Φερτ.) Κεφαλλ. Κορσ. Κρήτ. Κύθν. Λευκ. Μύκ. Πάρ. Πελοπν. (Ἄργ. Γέρμ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν. Οἰν. Σουδεν.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Σκῦρ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. σερενικὸς Μύκ. σερνικὸ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Φάρασ. Φερτ.) Τσακων. σιρνικὸς Εὔβ. Θρᾴκ. (Αἴν. κ.ἀ.) Ἴμβρ. σερκὸς᾿΄Ηπ. (᾿Αρτ.) Θρᾷκ. σιρ’κός Λέσβ. Μακεδ. (Βλάστ.) Σάμ. Σκῦρ. Στερελλ. (Λοκρ. Φθιῶτ.) ιρ’κὸς Λέσβ. ι’κὸς Λέσβ. σιρκὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. ( Αἶν. Διδυμοτ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) σιˬαρ’κὸς Μακεδ. (Βογατσ.) σαρνικός Εὔβ. (Ἀνδρων. Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ιιν’κός Σαμοθρ. σια’κὸς Μακεδ. (Γέρμ.) ἀρνικός Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ Τραπ Χαλδ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀρσενικός. Τὸ ἀσερνικὸς καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀρνικὸς ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀρρενικὸς λεγομένου παραλλήλως πρὸς τὸν ἕτερον τύπον.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἄρρην ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θῆλυς, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρωμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀρσενικό παιδί. Ἀρσενικός γάττος. Ἀρσενικε͜ιὰ πέρδικα κοιν. Σιρκὸ φίδ’ Αἰτωλ. Σιρκὰ πρόατα αὐτοθ. Σιˬαρ’κὰ ἀρνιˬὰ Βογατσ. Ἀρνικὸν μουσκάρ’ (μοσκάρι) Τραπ. Χαλδ. Ἀρνικόν καττούδ’ (γαττάκι) αὐτοθ. Ἀρνικὸν πρόγατον αὐτοθ. Ἀσιρνικὸ ζευγάρι (ζεῦγος βοῶν ἀμφοτέρων ἀρρένων) Κρήτ. (Λατσίδ.) || Φρ. Σερνικε͜ιὰ γυναῖκα (ἡ μιμουμένη τοὺς ἄνδρας, ἡ νεωτερίζουσα ἢ ἐκείνη ποῦ διευθύνει τὰς ὑποθέσεις ὡς ἀνὴρ) Μάν. Γυναῖκα ἀρνικέσσα (ἀνδροπρεπεῖς τρόπους ἔχουσα, ἀρρενωπὴ) Τραπ. Ἀρνικὸν περδίκ’ (περδίκι. Ἐπὶ κορασίου ζωηροῦ) αὐτόθ. Ἔ’ νοῦ σιˬαρ’κὸ (ἐπὶ τοῦ στερουμένου νοῦ δημιουργικοῦ) Βογατσ. Ἀρραβωνίζεται τὰ σερνικὰ παιδιˬὰ μέσ᾽ ’ς τὴ χρυσῆ της τὴν κοιλιˬὰ (λέγεται σιωπηλῶς ὑπὸ γυναικὸς ἱσταμένης ὄπισθεν τῆς νύμφης κατὰ τὴν ὥραν τῆς στέψεως, ὅτε ὁ ἱερεὺς ἐκφωνεῖ « ἀρραβωνίζεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ δεῖνα τὸν δοῦλον τοῦ Θεοῦ δεῖνα» διὰ νὰ γεννήσῃ αὕτη ἄρρενα τέκνα, ὅταν δὲ ἔπειτα ὁ ἱερεὺς ἐκφωνῇ «στέφεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ κτλ», ἐπαναλαμβάνεται ἡ φρ. στεφανώνεται τὰ σερνικὰ παιδιˬὰ κτλ.) Λευκ. Ἀέρας ἀρσενικὸς (ὁ βόρειος ἄνεμος οἱονεὶ ὡς ἀνδρικός, σταθερὸς καὶ εἰλικρινὴς ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν νότιον, ὅστις θεωρεῖται ὕπουλος καὶ ἄστατος καὶ διὰ τοῦτο χαρακτηρίζεται ὡς θηλυκὸς) Τῆλ. Ηὗρα τὰ μπελᾶ μου ἀπὸ τὸν δεῖνα ᾽ς τ᾿ ἀρσενικὰ (συνών. ἔμπλεξα ’ς τὰγιˬερὰ) Ἀθῆν. || Παροιμ. Ἀσ’ σὸν ἀρνικὸν τὸν γάιδρον γάλαν ἐβγάλλ᾽ καὶ παίρ’ (ἀπὸ τὸν ἀρσενικὸ γάιδαρο βγάζει γάλα. Ἐπὶ τοῦ λίαν ἱκανοῦ εἰς τὸ νὰ πορίζεται κέρδη) Χαλδ. κ.ἀ. Γνωμ. Ὅταν γεννε͜ιέται σερνικό, γελᾶνε καὶ τὰ κεραμίδιˬα (χαίρουν πάντες διὰ τὴν γέννησιν ἄρρενος τέκνου) Πελοπν. Ἀπὸ θηλυκὸ νὰ ζῇ, κάλλιˬο σερνικὸ κιˬ ἂς πεθάνῃ (τόσον πολὺ ὑπερέχει τοῦ θήλεος τὸ ἄρρεν τέκνον, ὥστε πολλοὶ γονεῖς προτιμοῦν ἀντὶ θυγατρὸς υἱὸν ἔστω καὶ ἂν μέλλῃ νὰ εἶναι βραχὺς ὁ βίος του) Κεφαλλ. Τὰ ἀρσενικὸ σφαχτὸ ἢ τοῦ λύκου ἢ τοῦ μαχαιριˬοῦ (ἐπὶ τῶν κινδύνων εἰς τοὺς ὁποίους ὑπόκεινται τὰ ἄρρενα) Μάν. Τὰ σερνικὰ εἶναι οἱ στῦλοι τοῦ σπιτιˬοῦ (εἰς τὰ ἄρρενα τέκνα στηρίζονται αἱ ἐλπίδες τῆς ἀνορθώσεως καὶ συντηρήσεως τοῦ οἴκου. Πβ. ἀρχ. Εὐριπ. Ἰφιγ. Ταύρ. 57 «στῦλοι γὰρ οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες») Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. || ᾎσμ. Νά ’ν’ ὁ γαμπρὸς πολύχρονος κ’ ἡ νύφη καλομοῖρα, νὰ κάμῃ σερνικὰ παιδιˬὰ σὰν τοῦ Μαγιˬοῦ τὰ μῆλα Λευκ. 2) Ὁ ἔχων ἐξοχὴν κονδυλοειδῆ ἡ ὁποία ἐμβαλλομένη προσαρμόζεται εἰς κοιλότητα καὶ γενικώτερον ὁ ἐμβαλλόμενός που, ἐπὶ πραγμάτων καὶ ἰδίως ὀργάνων κοιν. καὶ Πόντ. (Κρωμν. Τραπ. Χαλδ.): Ἀρσενικὴ κόπιτσα. Ἀρσενικό κλειδὶ (τὸ μὴ ὄν σωληνοειδὲς εἰς τὸ ὁποῖον νὰ εἰσέρχεται γλωσσὶς τοῦ κλείθρου, ἀλλ’ ὡς ἔμβολον εἰσαγόμενον εἰς τὸ κλεῖθρον) κοιν. Ἀρσενικό κλαρὶ (κλάδος δένδρου μονοκόμματος κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν διχαλωτὸν εἰς τὸ ἄκρον θηλυκὸ κλαδὶ καλούμενον, διὰ τῆς ἐμπλοκῆς δὲ τοιούτων ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν κλάδων κατασκευάζεται φράκτης) Πελοπν. Ἀρνικόν ἀνοιγάρ’ (κλειδὶ) Χαλδ. Βελόνι ἀρσενικὸ (ὁ ἐπὶ τῆς ἀκμῆς τῆς πρύμνης λέμβου σιδηροῦς κάθετος ὀβελίσκος ὅστις εἰσερχόμενος εἰς τὸν κρίκον τοῦ πηδαλίου στηρίζει αὐτὸ) πολλαχ. Εἶχαν ἕνα σιρκὸ ᾽θάρ᾽ κί τ᾿ ἄλλου θη’κὸ κὶ τά ᾿βαλαν ᾿ς τοὺ γδιˬουφύρ’ κί δὲ χάλαϊ (ἐκ παραμυθ.) Αἰτωλ. ᾽Αντίθ. θηλυκός. β) Πυραμιδοειδής, ὡς δενδροκομικὸς ὅρ. πολλαχ.: Ἀρσενικό κυπαρίσσι, ἡ πυραμιδοειδὴς κυπάρισσος (cupressus sempervirens pyramidalis). 3) Ἄγονος, ἄφορος ᾿Ιων. (Κρήν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Σερνικὸς τόπος Καλάβρυτ. Ἀσερνικε͜ιὰ χρονιˬὰ (ἔτος ἀφορίας) Κρήτ. ’Αντίθ. θηλυκός. β) Ὁ παράγων μικρούς, ἀλλ᾽ἐκλεκτοὺς βότρυς, ἐπὶ κλήματος Πελοπν. (Κορινθ): ᾽Αρσενικό κλῆμα. Ἀντίθ. θηλυκός. 4) Συμπαγής, σκληρὸς Νάξ. κ.ἀ.: Ἀρσενικό τυρὶ (ὁ συνήθως σφαιρικοῦ σχήματος τυρός). Συνών. κεφαλοτύρι, ἀντίθ. θηλυκό τυρί. 5) Ἁγνός, καθαρός, ἐπὶ πράγματος Κρήτ. Πάρ. Σῦρ. (᾿Ερμούπ.) κ.ἀ.: Λιβάνι ἀρσενικό (ὁ λευκὸς καὶ καθαρὸς σταγονίας λιβανωτὸς χρησιμοποιούμενος συνήθως ὡς φάρμακον εἰς μαγικὰς ἐνεργείας) ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. Νὰ φέρν’ ὀκάδες τὸ κερὶ καὶ μίστατα τὸ λάδι καὶ μὲ τὸ πετροκόφινο τ᾽ ἀσερνικό λιβάνι Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. CWessely P. Mag. Par. 1,906 «λίβανον ἀρσενικόν». 6) Γενναῖος Θρᾴκ. (Αἶν.) 7) Ὁ ὑπερβάλλων, ὁ ὑπερνικῶν, μόνον τὸ οὐδ. ἐν τῷ χαρτοπαιγνίῳ Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ. κ.ἀ.: ᾿Αρσενικό σκαμπιλι (ὁ ἄσσος ὁ ὑπερνικὥν τὸ δύο, ἤτοι ὁ ἀριθμὸς 11 τὸν 10). Ἀντίθ. θηλυκός. 8) Ὁ προερχόμενος ἐξ ἄρρενος ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ γραμματικοῦ γένους Κέρκ.: Δαυλὶ ἀρσενικὸ (τὸ προερχόμενον ἐκ δένδρου ἐκφερομένου κατ’ ἀρσεν. γέν., οἷον ὁ πεῦκος, ὁ πλάτανος κτλ. ᾿Αντίθ. δαυλὶ θηλυκό) Β) Οὐσ. 1) Κατ’ ἀρσεν. ἢ οὐδ. γένος ὁ σερνικός, τὸ σερνικό, τὸ ἄρρεν παιδίον κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ’θῆλυ Σκῦρ. κ.ἀ. β) Ὁ ἀνὴρ κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γυναῖκα Εὔβ. (Στρόπον.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλατ Σινασσ. Φαρασ. Φερτ.) Πάτμ. Συμ. Ἔσουσα τ᾿ ρόκκα κὶ κάθουμι σὰ σιρκὸς (δηλ. χωρὶς νὰ κάμνω τίποτε) Στρόπον. Ἦρταν σερνικοὶ Σινασσ. Τό σερνικό, τὰ σερνικὰ (ὁ ἀνήρ, οἱ ἄνδρες. Περὶ τῆς χρήσεως τοῦ οὐδ. γέν. ἀντὶ τοῦ ἀρσεν. ἰδ. RDawkins Modern Greek in Asia Minor 87 καὶ 115) Ἀραβάν. Φερτ. γ) Σύζυγος Λυκ. (Λιβύσσ): ᾿Εν ἠκούστην ἠ ἀρσινικός σου; 2) Πληθ. σερνικοί, πρόκριτοι, δημογέροντες, ἔφοροι ἢ ἐπίτροποι ἐκκλησίας καὶ σχολείου Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ. Φερτ.) 3) Θηλ. σερνική, εἶδος μικροῦ πλοιαρίου μὲ ἕνα ἱστὸν καὶ μίαν κεραίαν ἔχοντος εὐθεῖαν προεξέχουσαν πρῴραν καὶ πρύμνην ὁμοίαν πρὸς τὴν λ πρῴραν Μύκ. 4) Οὐδ. ἀρσενικὸ α) Δέρμα βοὸς ἄρρενος Σῦρ. (Ἐρμούπ.) κ.ἀ.: ᾽Ασερνικό Ἀμερικῆς. β) Ὁ στροφεύς τοῦ πηδαλίου ΛΠαλάσκ. Λεξ. Γαλλοελλην. ναυτ. ὅρ. γ) Ξυλίνη βάσις ἐν τῷ ἀνεμομύλῳ ἔχουσα προεξοχὰς κατ᾽ ἴσας ἀποστάσεις, αἱ ὁποῖαι εἰσέρχονται εἰς ὑπερκειμένην πλάκα Λευκ. κ.ἀ. δ) Εϊδος μαύρης σταφυλῆς ᾽Αμοργ. κ.ἀ. ε) Φυτόν τι καλαμοειδὲς Θρᾷκ. (Αμυγδαλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/