γιˬαπωνέζικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαπωνέζικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬαπωνέζικος ἐπίθ. κοιν. γιˬαπουνεζ’κους Ἤπ. (Κουκούλ.) ’απωνέζικος Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Γιˬαπωνέζος Ὁ τύπ ᾽απωνέζικος ἀπὸ τὸ Ἀπωνία, λαϊκὴ προφορὰ τοῦ γεωγραφ. ὀν. Ἰαπωνία, ὅπου τὸ ἀρχικὸν Ι ἐξελήφθη ὡς τὸ ἀρθρον ἡ.

Σημασιολογία

Α) Ἐπίθετ., ὁ ἐξ Ἰαπωνίας προερχόμενος ἢ ὁ κατασκευαζόμενος εἰς Ἰαπωνίαν κοιν.: Γιˬαπωνέζικος καθρέφτης, Γιˬαπωνέζικη μηχανή, Γιˬαπωνέζικο αὐτοκίνητο - βάζο - ραδιόφωνο κ.τ.τ. β) Ἐπὶ παιγνιδίων, εὐτελὲς, κακῆς κατασκευῆς Ἀθῆν. (παλαιότ.): Μὴν τὸ πάρῃς αὐτὸ τὸ γιˬαπωνέζικο, θὰ τὸ πετάξῃς σὲ λίγες μέρες. Β) Οὐσ. οὐδ. 1) Τὸ φυτὸν Χαινόμηλον τὸ ἰαπωνικὸν (Chaenomeles japonica) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Ἤπ. (Κουκούλ.): Φέτους τοὺ γιˬαπουνέζ’κου μᾶς μόρφιˬασε τ᾿ν αὐλή μας, ἕνα σουρὸ λουλούδια ἔβγαλι. 2) Τὸ φυτὸν Θαυμασία ἡ ἰαλάπη (Mirabilis jalapa) τῃς οἰκογ. τῶν Νυκταγινιδῶν (Nyctagomaceae) Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων. Συνών. δειλινό, νυχτολούλουδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/