Γιˬαπωνέζος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γιˬαπωνέζος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Γιˬαπωνέζος ὁ κοιν. ’απωνέζος Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ἐθνικοῦ ὀν. Giapponese.
Σημασιολογία
1) Ὁ καταγόμενος ἐξ Ἰαπωνίας κοιν.: Κοντὸς σὰ Γιˬαπωνέζος, Γιˬαπωνέζοι ναυτικοι - τουριστες κ.τ.τ. ᾞρθ’ ἕνα παπώρι γιˬομᾶτο τουρίστες Γιˬαπωνέζους Ἀθῆν. 2) Βομβύκιον μεταξοσκώληκος μικρότερον τοῦ συνήθους Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.) Συνών. στριγλιˬά. 3) Τὸ ὑστερότοκον, τὸ τελευταῖον τέκνον τῆς οἰκογενείας, ὅταν τοῦτο μάλιστα εἶναι καχεκτικόν Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.) Συνών ἁποβυζαστάρι, ἁποκούκκι 2, ἀποκούνι, ἁποσούρι 4, ἀπόσπερμα 2, ἀποσπόρι 4, ἀποσπορίδι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA