ἄνοστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνοστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄνοστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄνουστους βόρ. ἰδιώμ. ἄνουστε Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄνοστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἀηδῆ γεῦσιν κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἄνοστο κρέας-φαεῖ-ψάρι κττ. Ἄνοστη σούππα. Ἄνοστα ἀχλάδιˬα-μῆλα κττ. κοιν. Ἄνοστον καὶ ἄβρωτον φαεῖν Χαλδ. Ἄνοστον χορτάριν ἔν' τὸ φαεῖν (τὸ φαγεῖ εἴναι ἄνοστο ὡς τὸ χορτάρι) αὐτόθ. Τὸ κρασὶν ἄνοστον ἔτον Κοτύωρ. Συνών. ἀνούσιος 1, ἀντίθ. νόστιμος. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεοφρ. Φυτ. αἰτ. 4,13,2 «περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα καὶ πρὸς τὴν σίτησιν βελτίω ἢ χείρω, τὰ μὲν τοῖς τόποις διαφέρει». β) Μεταφ. ὁ στερούμενος χάριτος, ἄκομψος, ἄχαρις, ἐπὶ ἀνθρώπων, λόγων, τρόπων κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἄνοστος ἄνθρωπος. Ἄνοστη γυναῖκα. Ἄνοστο χωρατὸ-πρᾶμα. Ἄνοστα καμώματα-λόγια-φερσίματα. Ἄνοστη φωνή. Ἄνοστο ψάλσιμο. Ἄνοστος ποῦ ’σαι σήμερα! κοιν. Δὲν τοὺ κάνου αὐτό, μὄρχιτι ἄνουστου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἄνοστον κορίτζιν Κερασ. Ἀτὸς πολλὰ ἄνοστος ἔν᾿ αὐτόθ. Τὸ γέλως ἀτ᾽ πα ἄνοστον ἔν’ Σάντ. Χαλδ. || Φρ. Ἄνοστος κι ἀκατάντιαχτος (ἀτημέλητος καὶ ἀφιλόκαλος) Οἰν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1770 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἄνοστος καταστένεται ὁ πόθος σὰ γεράσῃ». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάλατος Α1β καὶ ἀνοστοκαμωμένος, ἀντίθ. νόστιμος. 2) Οὐδ. πληθ. ἄνοστα οὐσ., ἀηδεῖς λόγοι ἢ τρόποι Κρήτ.: Ἄφησε τ’ ἄνοστα, καηˬμένε! Ἀμάνι, πῶς δὲ μ’ ἀρέσου d’ ἄνοστα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA