ἀνοστοστόλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοστοστόλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοστοστόλης ἐπίθ. ἀνοστόλης Πελοπν. (Ἀρεόπ. Λακων.) Θηλ. ἀνοστόλισσα Πελοπν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνοστος καὶ τοῦ οὐσ. στολή. Ὁ τύπ. ἀνοστόλης δι᾿ ἀνομ. Ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Λαογρ. 8 (1921/5) 255.

Σημασιολογία

1) Κακόμορφος, ρακένδυτος: Ὤ τὸν ἀνοστόλη! 2) Βλάξ, μωρός: Αὐτὸς εἶναι ἀνοστόλης, καηˬμένε! Γυναῖκα ἀνοστόλισσα ἔκαμε καὶ παιδιˬὰ ἀνοστόλικα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/