γιˬαράδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαράδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαράδι τό, Καππ. (Φλογ.)

Ετυμολογία

Ἀπὸ τὸ οὐσ. γιˬαρᾶς ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ πληθ. γιˬαρᾶδες.

Σημασιολογία

Ἡ πληγή : Τί γιˬαράδιˬα ᾿νται τὸ ἔχ’ τὸ κορίτ’; (τί πληγὲς εἶναι αὐτὲς ποὺ ἔχει τὸ κορίτσι;) Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬαρᾶς 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/