ἁψίθυμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψίθυμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁψίθυμος ἐπίθ. Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) –Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἁψόθυμος Ἄνδρ. Εὔβ. (Πλατανιστ.) Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κρήτ. (Σητ. Χαν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Κύπρ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Σύμ. Σῦρ. Χίος –Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. ἁόθ’μος Σίφν. ἁψόθ’μος Μύκ. Σκῦρ. ἁψόθ’μους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ’ψόθυμος Εὔβ. (Πλατανιστ.) ’ψοθ’μους Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀψὺς καὶ τοῦ οὐσ. θυμός. Ὁ τύπ. ἁψόθυμος καὶ παρὰ ΓΧορτάτζ. Ἐρωφίλ. πρᾶξ. Δ στ. 75 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
1) Εὐέξαπτος, ὀξύθυμος, ὀργίλος ἔνθ’ ἀν.: Ἁψίθυμος ἄνθρωπος Τραπ. Ἁψόθυμος εἶναι καὶ δὲν εἶναι νὰ τοῦ πῇ κἀνεὶς λόγο Σητ. Συνών. ἀναφτερὸς 2, ἀρᾴθυμος 2, ἁψιαίματος, ἁψίχολος, ἁψὺς 1. 2) Ὁ ταχὺς εἰς ἐργασίαν Σῦρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA