γαιδουρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιδουρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαˬιδουρεύω Πόντ. γαιˬδιρεύω Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι, παρ’ ὃ καὶ γαιˬδίρι.
Σημασιολογία
Φέρομαι κατὰ τρόπον ἀγροῖκον, ἐπιδεικνύω βαναύσους καὶ σκαιοὺς τρόπους. Συνών. γαιˬδουρίζω 1. γαιˬδουροβαστῶ, γαιˬδουροφέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA