ἀψιλία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψιλία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀψιλία ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄψιλος.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις χρημάτων: Ἔχω ἀψιλία. Ἔχει πάλι ἀψιλίες. Συνών. ἰδ ἐν λ. ἀνημπορία 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA