ἀνοστοφτε͜ιαγμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοστοφτε͜ιαγμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοστοφτε͜ιαγμένος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄνοστα καὶ τοῦ φτε͜ιαγμένος μετοχ. τοῦ ρ. φτειάνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀηδῶς ἢ ἀκόμψως κατεσκευασμένος: Ἔπιπλο ἀνοστοφτε͜ιαγμένο. 2) Μεταφ. ὁ στερούμενος χάριτος, ἐπὶ ἀνθρώπου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄνοστος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA