ἀνούνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνούνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνούνιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀνούνιχτος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνούνιγος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νουνιστός<νουνίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σκεπτόμενος, ἀπερίσκεπτος ἔνθ' ἀν.: Ἀνούνιστος ἄνθρωπος Χαλδ. β) Ὁ γινόμενος ἄνευ σκέψεως, ἔνθ’ ἀν.: Ἀνούνιχτα δουλείας εὐτάει (κάμνει) Τραπ. 2) Ἀμέριμνος Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA