ἅψιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅψιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἅψιμο τό, πολλαχ. ἅψιμον Κάρπ. Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἅφτω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἄναμμα τῆς φωτιᾶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἅψιμο τῆς φωτιˬᾶς-τοῦ φούρνου-τῆς καντήλας κττ. πολλαχ. ‖ Φρ. Ἅψιμον τοῦ λύχνου (περὶ λύχνων ἁφὰς) Κάρπ. β) Τὸ ἄναμμα τῆς κανδήλας ἐκκλησίας Μύκ.: Πάω ᾿ς τ’ ἅψιμο. 2) Ἔναυσμα, προσάναμμα Κύπρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.): Ἔφερεν ἅψιμον ν᾿ ἅψῃ τὴ φωδκιˬὰν Κύπρ. || ᾎσμ. Σήμερον πάλιν εἶπεν μου πῶς εἶχε νὰ ζυμώσῃ κ᾿ ἐπῆγα κ’ ἔφερα ἅψιμον τὀν φοῦρνον νὰ πυρὠσῃ αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅφτρα 1β. 3) Πῦρ, φωτιὰ Πόντ (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Ἅφτω τ’ ἄψιμον ἔνθ’ ἀν. ‖ Φρ. ᾽Επῆρεν ἅψιμον (ἐθυμώθη, ἠγανὰκτησε) Κερασ. Τραπ. Ὁ κόλος ἀτ’ ἐπῆρεν ἄψιμον (σπεύδει ἐπειγόμενος νὰ ἐκτελέσῃ τι) Κερασ. Τῆς ἁΐας Κερεκῆς τ’ ἅψιμον (ἐπὶ παιδίου ζωηροῦ ἢ δραστηρίου) Χαλδ. || Παροιμ. ’Σ σ᾿ ἅψιμον ἀπάν’ ἐλάδ’ ύν’ (ἐπάνω εἰς τὴν πυρὰν χύνει ἔλαιον, ὑποθὰλπει ἔριν) Κοτύωρ. Τ’ ἅψιμον ὅθεν καικὰ πιˬάν’ ἐκαικὰ καίει (ἡ φωτιὰ ὅπου πιάσῃ ἐκεῖ καίει) Χαλδ. || ᾎσμ. Τ᾽ ἅψιμον τρώει τὀ σίδερον καὶ τὸ σκωλέκ’ τὸ ξύλον κ᾽ ἐσὺ ἕφαες τὴ ντη μου ποῦ ἕτον ἅμον μῆλον Πόντ. 4) Ἕξαψις σωματικὴ ἢ ψυχικὴ Πόντ. (Κερασ. κ.ἁ.): Ἅψιμον ἔει τὸ κορμί μου Κερασ. Ἅψιμον ἔει ἡ καρδία μου αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA