ἀρσενικοχωρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρσενικοχωρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρσενικοχωρίζω ἀμάρτ. σιρκουχουρίζου Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικός καὶ τοῦ ρ. χωρίζω.
Σημασιολογία
Χωρίζω τὰ πρόβατα ποῦ ἔχουν ἀρσενικὰ ἀρνία ἀπὸ ἐκεῖνα ποῦ ἔχουν θηλυκὰ διὰ νὰ βόσκουν τὰ πρῶτα εἰς νομὰς μὲ περισσότερον χόρτον, ὥστε νὰ παχυνθοῦν τὰ διὰ πώλησιν ὡρισμένα ἀρνία των ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπουγιννήσανε τὰ πρόβατα, τώρᾳ θὰ σιρκουχουρίσουμι Ἀκαρναν. Τὰ σιρκρυχώρ’σαν τὰ πρόβατα αὐτοθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA