γαˬιδουρίτσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουρίτσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαˬιδουρίτσος ὁ, Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσος. Διὰ τὴν παραγωγικὴν κατάληξιν –ίτσος προελθοῦσαν ἀπὸ τὴν μεσαιωνικὴν -ίτσης πβ. τὰ ὅμοια παραδείγματα τῆς διαλέκτου ἀγουρίτσης - ἀγουρίτσος, ἀνθρωπίτσης - ἀνθρωπίτσος, παιδίτσης - παιδίτσος κττ. Πβ. ΧΠαντελίδ. ἐν Κυπρ. Χρον. 2 (1924) 10.

Σημασιολογία

Μικρὸς ὄνος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαιˬδουράκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/