ἀνοχάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοχάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνοχάδα ἡ, Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ. Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνοχὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

Ρωγμή, ἐπὶ θύρας, παραθύρου, πατώματος ξυλίνου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ πόρτα ἔχει ἀνοχάδα Λακων. Ἀπ' τὴν ἀνοχάδα bαίνει ἀέρας Ἀρεόπ. Νὰ βουλλώσῃς τοῖς ἀνοχάδες τοῦ πανεθυριˬοῦ νὰ μὴ μπαίνῃ ἀέρας Γέρμ. Συνών. ἀνασφαγή, ἀραμάδα, χαραμάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/