γιˬαρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαρᾶς ὁ, πολλαχ γιˬαρᾶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬαᾶς Θρᾴκ. (Ταϊφ.) γιˬερᾶς Ἀθῆν. (παλαιότ.) Α. Ρουμελ (Σωζόπ) Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἰωάνν. Τζουμέρκ. κ.ἀ.) Ἰων. (Βουρλ.) Κάλυμν. Κάρπ. Μέγαρ. Πελοπν. (Βασαρ. Βερεστ. Βούρβουρ. Λακεδ. Λιγουρ. Μαργέλ. Μηλιώτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.) Προπ. (Πάνορμ.) Ρόδ. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀράχ. Παρνασσ.) Χίος (Πυργ. κ.ἀ.) - Μακρυγ., Ἀπομν. 2,209 γιρᾶς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ἀνατ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλαστ. Χαλκιδ.) Μέγαρ. Προπ. (Μηχαν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ψαρ. ’ιρᾶς Μακεδ. (Κοζ.) ραγιˬᾶς Χίος Ἅγιος Γεώργ. γιˬαρὰ ἡ, Κάρπ. Κάσ. Πόντ. (Κοτύωρ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) γιˬερὰ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τῆλ. γερά Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yar = πληγή. Ἡ λ. καὶ εἰς ἰατροσόφ. τοῦ 160ου αἰ. Βλ. Ἀθηνᾶ 43 (1931), 164: «Εἰς μεγάλην γιαράν, ὅταν τρέχη αἷμα πολύν». Τὸ λῆμμα ἀγεραλάευτος ἐκ Πόντ. ἐτέθη ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τὸν τύπ. γιˬαρᾶς, πλησιέστατον εἰς τὴν Τουρκ. λ. yara, ἐκ τῆς ὁπ. προέρχεται.
Σημασιολογία
1) Ἀνοικτὴ πληγή, ἕλκος, συρίγγιον ἔνθ’ ἀν.: Ἄνοιξε ἡ πλάτη του ἀπ’ τὶς γιˬερᾶδες Εὔβ. (Κουρ) Ἔ’ ἕνα γιρᾶ ’ς τοὺ πόδ᾽, ποὺ δὲν μπουρεῖ νὰ περβατήσ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Νὰ παρ᾿ς κόκκαλον ἀποὺ ’λώνα κὶ νὰ τοὺ στομπίσ’ς σὰν ἀλεύρ’ κὶ νὰ τοὺ πασπαλίσ’ς ’ς τοὺ γιρᾶ αὐτὀθ. Μὶ πάτ’σι τοὺ παπούτσι μ᾽ κὶ μ’ ἔφκισι γιρᾶ πίσου ’ς τ’ φτέρνα μ᾽ Θεσσ. (Ἀνατ.) Ἔχω ἕνα ἀγιˬάτρευτο γιˬερᾶ Ἤπ. Ἐμώρωσεν ἑ γιˬαρᾶς (ἐβελτιώθη ἡ κατάστασίς του, βαίνει πρὸς ἀποθεραπείαν) Μεγίστ. Ἔ’ ἕνα γιˬαρᾶ ’ς τοὺ πουδάρι τ᾽ κὶ δὲ gλεί’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Θέ’ πλύσ’μου οὑ γιρᾶς μὶ κρασὶ γιˬὰ νὰ κλείσ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κακὸν γιρᾶ νὰ βγά’! (ἁρά· τὸν ψευδάνθρακα νὰ βγάλῃ) Προπ. (Μηχαν.) Ὅσο γάλας τοῦ ’δωκα, τόσους γιˬαρᾶδες νὰ κάμῃ ’ς τὸ κορμί του! (ἀρὰ μητέρας κατὰ κακοῦ τέκνου) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἀπ’ τὸ γκρέμισμα ἔκαμε φοβερὲ γιˬερᾶ Σκῦρ. Ὁ ἀρμέ’ς ἀνοί’ γιˬερᾶ (ἀρμένης = τὸ φυτὸν Πύρεθρον τὸ παρθένιον) Στερελλ. (Ἀράχ.) Εἶχε βαρύνει γιˬαρᾶ καὶ ὁ γιˬατρὸς δὲ dοῦ ᾽καμε τίποτα Πελοπν. (Μάν.) Πά’ ᾿ς τὸ μερὶν ἄνοιξέν του ἕνας γιˬαρᾶς Κύπρ. Ἔκαμε τὸ κορμί του γιˬαᾶδες Θρaκ. (Ταϊφ.) Καγκραίνιˬασε ὁ γιˬαρᾶς του Μακρυγ., Ἀπομν., 2,206. Τὰ γιερᾶδες ἀτ’ ἐλαρώθαν (αἱ πληγαί του ἡμέρωσαν, βαίνουν πρὸς ἴασιν) Πόντ. (Τραπ.) || Παροιμ. Ἡ γιˬαρὰ περνᾷ, ἑ κακὸς λόγος δὲ περνᾷ Προπ. (Ἀρτάκ.) || ᾌσμ. Πένdε γιατροὶ νὰ σὲ ’αστοῦ καὶ δέκα μαθητᾶδες καὶ δεκοχτὼ γραμματικοὶ νὰ γράφουν τὶς γιˬαράες Κάρπ. Γιατρὲ ποὺ γιˬαίνεις τὶς πληγές, γιˬαίνεις καὶ τὶς γιˬαράες, γιˬάνε τῆς Σούσας τὴν πληγή, καὶ γρόσα μὴ ρωτάῃς Ἰων. (Φώκ.) Χίλιˬοι γιατροὶ νὰ τὸ dηροῦν, καὶ γιˬατρεμοὺς μὴν ἔχῃ, κ’ ἐγὼ διˬαβάτης νὰ διαβῶ, ν᾽ ἀλλάζω τοὺς γιˬαρᾶδες Πελοπν. (Βούρβουρ.) Σὰ dὸ γυˬαλὶ νὰ ραϊστῇ, σὰ dὸ κερὶ νὰ λε͜ιώσῃ, κ’ ἐγὼ διˬαβάτης νὰ γενῶ, ν᾿ ἀλλάζω τοὺς γιˬαρᾶδες Πελοπν. (Λακεδ) Συνών γιˬαράδα, γιˬαράδι, λαβωματιˬά, πληγή. β) Πυῶδες ἐξάνθημα τοῦ δέρματος, δοθιὴν Προπ. (Μηχαν.) Συνών. βουζούνας, βουζούνι, βούζουνος, γιˬόθος, διˬάσονας, διˬασόνι, καλόγερος, κοσκινίτης, τσιρίλος 2) Μεταφ., πόνος ψυχικός, διαρκὴς καὶ ἔντονος, ψυχικὴ ὀδύνη Αἴγιν. Εὔβ (Κουρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κάλυμν. κ.ἀ. ᾌσμ. Πάλι σὲ εἶδαν τὰ μάτιˬα μου, πάλι ἄνοιξε ὁ γιˬαρᾶς μου, πάλι ἄνοιξαν καὶ καίγονται τὰ φύλλα τῆς καρδιˬᾶς μου Αἴγιν. Πάλι σ’ εἶδαν τὰ μάτιˬα μου, πάλι ἄνοιξε ὁ γιˬαρᾶς μου, πάλιν ἐμαραθήκανε τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου Κάλυμν. Ν’ ἀλλοὶ ἐκεῖνον π’ ἀγαπᾷ καὶ ᾽κ ἐμπορεῖ νὰ παίρῃ ’ς σ᾽ ἔρημον τὴν καρδίαν ἀτ’ τρανὸν γιˬερᾶν πά’ φέρει (πα’ = πάλιν) Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA