γαιδουροβαστῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιδουροβαστῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαˬιδουροβαστῶ ἀμάρτ. ᾿αδουροβαστῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ τοῦ ρ. βαστῶ.
Σημασιολογία
Οἱονεὶ ἔλκω τὸ γένος ἐξ ὄνου, βαστῶ ἐξ ὄνου (πβ. βαστῶ Β 9), ἤτοι φέρομαι ἀγενῶς, ἀπρεπῶς, ἀγροίκως. Συνών. γαιˬδουρεύω, γαιˬδουρίζω 1, γαιˬδουροφέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA