ἀρσενίκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενίκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρσενίκω ἡ, ἀμαρτ. σερνίκω Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικός.

Σημασιολογία

Γυνὴ ἔχουσα τρόπους ἀνδρός, ἀνδροπρεπής Συνών. ἀρσενικοθήλυκη (ἰδ. ἀρσενικοθήλυκος 2)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/