ἀρσενικώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενικώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρσενικώνω ἀμαρτ ἀσερνικώνω Σέριφ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικός.

Σημασιολογία

Πληροῦμαι κηφήνων καὶ δὲν παράγω πλέον μέλι, ἐπὶ τῆς κυψέλης: ᾽Ησερνίκωσε τὸ σταμνὶ (κυψέλη). Πβ. ἀρσενικεὺω (Ι) 3 καὶ 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/