γιˬαρενοπούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαρενοπούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬαρενοπούλα ἡ, Προπ. (Μαρμαρ.) γιˬαρεντοπούλα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαρένης, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. γιαρέντης, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. - πούλα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. –πουλλος.

Σημασιολογία

1) Θωπευτικῶς, νεᾶνις φίλη ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Δὲν ἔχει μάννα νὰ τὸν διˬῇ, ἀδέρφι νὰ τὸν κλάψῃ, μόν’ ἔχει τρεῖς γιˬαρέντισσες καὶ τρεῖς γιˬαρεντοποῦλες Ἀδριανούπ. Ἄσσηρ. β) Ἐρωμένη Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): ᾎσμ. Λὲν κιˬ ἀγαποῦσα μιˬὰ μικρή, | γε͜ιὰ σ’, γιˬαρεντοπούλα μ’, ’γε͜ιά σ᾽. 2) Νεᾶνις ὡραία καὶ εὔσωμος Προπ. (Μαρμαρ.): ᾎσμ. Νὰ δήν-ε τραγουδήσουμε αὐτὴ τὴ νυφοπούλα, τὴ νύφη μας τὴ dαπεινὴ καὶ τὴ γιˬαρενοπούλα Συνών. λεβεντοκόρη, λεβεντονιˬά, λεβεντοπούλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/