ἀνταλλάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταλλάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνταλλάζω λόγ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀνταλλάζου ἐνιαχ. βορ. ἰδιώμ. ἀdιλλάζω Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνταλλάσσω. ᾿Εν τῷ τύπ. ἀdιλλάζω ἔγινε ὑποκατάστασις τῆς προθ.

Σημασιολογία

1) Δίδω τι πρὸς ἀνταλλαγὴν λόγ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Δὲν ἀνταλλάζου ’γὼ τοὺ χουράφι μ᾽ μὶ τ᾿ἀμπέλ.’ αὐτεῖνου Αἰτωλ. Τ’ ἀντάλλαξαν τὰ σπίτιˬα αὐτόθ. Ἀλλάζω καὶ ἀνταλλάζω Κερασ. Ἄς ἀνταλλάζωμ’ ἀτο αὐτόθ. β) Φορῶ νέα καὶ καθαρὰ ἐνδύματα ἀντὶ τῶν παλαιῶν Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἀλλάζω Α 3β. 2) Ἀμτβ. παραμορφοῦμαι, φθείρομαι Κεφαλλ.: Δὲν ξέρω πῶς ἐγίνηκες, ἀdίλλαξες! Συνών. ἀσκημίζω. Πβ. ἀλλάζω Β 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/