ἄρτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄρτι ἐπίρρ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κῶς Πόντ. (Νικόπ.) ἄρτε ᾽Απουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἄρτι.
Σημασιολογία
1) Πρὸ ὀλίγου, πρὸ μικροῦ Κῶς Πόντ. (Νικόπ.): Ἄρτι μοῦ ᾽λεγες ναὶ καὶ τώρᾳ μοῦ τ᾿ ἀρνεῖσαι Κῶς Ἄρτι ἐπῆγεν Νικόπ. || ᾎσμ. Ἄρτ’ ἤλεες πῶς ἤσουνε σὺ δάσκαλος μπροστά μου καὶ τώρ’ ἀφίνεις τὸν χορὸ καὶ φεύγεις ᾿ποκοντά μου Κῶς. Συνὠν. ἄρτι-ἄρτι, ἠδηάρτι. β) Ἤδη Ἀπουλ. (Καλημ.): Ἄρτε εἴκοσι χρόνιˬα ἔν᾿dιˬαβαμένα. γ) Τώρα Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.): Ἄρτε μοῦ κάν-νει Μπόβ. Ἄρτε εἶμαι μέγα αὐτόθ. Ἄρτε ποῦ τέλω ᾿βὼ ᾿ὲ τέλει ’τείνη (’βὼ=ἐγὼ) Καλημ. Τί ᾿ενὰ κάμω ᾽βὡ ἄρτε; αὐτοθ. Ἄρτ᾿ ἔν’ ὥρα αὐτόθ. || Φρ. Ἄρτ᾽ ἄρτε (εὐθὺς ἀμέσως) ᾿Απουλ. Συνων φρ. ἄρτ’ ἄρτενα (ἰδ. *ἄρτινυν). δ) Σήμερον Ἀπουλ.: Ἄρτε πωρνὰ (πρωί). Ἄρτε βράυ (βράδυ). ε) Ἄλλοτε Ἀπουλ.: Ἄρτε ἀπουτ-τοῦ, ἄρτε ἀπουτσεῖ (άπαυτοῦ, ἀπεκεῖ). Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Λουκιαν. Νιγρ 4 «ἄρτι μὲν ἐλυπούμην . . . ἄρτι δὲ αὐτὰ μὲν ἐδόκει μοι ταπεινὰ καὶ καταγέλαστα» . 2) Πρότερον, πρὸ Καλαβρ. (Μπόβ.): Δύου μήνους ἄρτε (πρὸ δύο μηνῶν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA