γιˬαρμᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαρμᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαρμᾶς ὁ, σύνηθ γιˬαρμὰ ἡ, Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) γιραμᾶς Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yarma = σχιστός.
Σημασιολογία
1) Χαραγὴ ἐπὶ τῆς θύρας ἢ τῆς ὀροφῆς Κρήτ. (Χαν. κ.ἀ.) 2) Ξύλον προερχόμενον δι’ ἀποσχίσεως ἐκ κορμοῦ δένδρου Κρήτ. Λυκ (Λιβύσσ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Σύμ. β) Σανὶς εὐκολόσχιστος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γ) Ξυλάριον τιθέμενον κατακορύφως εἰς χαρταετόν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται τεμαχισμένον τμῆμα καλάμου κεκαμμένον εἰς ἡμικύκλιον Σῦρ. 3) Εἶδος ροδακίνου, τοῦ ὁποίου ὁ πυρὴν σχίζεται εὐκόλως εἰς δύο σύνηθ.: Ἔφεραν πολλοὺς γιˬαρμᾶδες ’ς τὴν ἀγορὰ Ἀθῆν. Δὲ βρῆκα καλοὺς γιˬαρμᾶδες γιὰ νὰ κάνω γλυκὸ αὐτόθ. Ἰμεῖς τώρα βάνουμι ὅλου γιˬαρμᾶδις (βάνουμι = φυτεύομε) Μακεδ. (Βέρ.) 4) Σιτηρά, ὡς ἀραβόσιτος, κριθή, ρόβη κ.ἀ., χονδραλεσμένα, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται ὡς τροφὴ ζῴων, ὡς μικρῶν ὀρνίθων, βοῶν, προβάτων, αἰγῶν, χοίρων Θεσσ. (Βρύσ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Καβακλ. Μέτρ. Σκοπ. Τσακίλ.) Λῆμν. Μακεδ (Ἀλιστράτ. Βέρ. Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Νάουσ. κ.ἀ.) Τό ’καμες γιˬαρμᾶ τ᾽ ἀλεύρι μ’ Μέτρ. Τοὺ καλαμπού’ τοὺ κόφτουμι γιˬαρμᾶ, γιὰ νὰ τοὺ τρών καλύτιρα τὰ πρόβατα Δασοχώρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA