γιˬαρντίμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαρντίμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαρντίμι τό, Εὔβ. (Κάρυστ. Μετόχ.) Κῶς (Καρδάμ.) γιˬαρdίμι Ἀνδρ Θήρ. Ἰων (Βουρλ.) Κρήτ. Μύκ Νάξ. (Τρίποδ κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν.) Σκῦρ. Σῦρ. γιˬαρντίμ’ Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον. Ψαχν.) Μακεδ. (Ρουμλ.) γιˬαρdίμ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καλαμ. Μάδυτ κ.ἀ.) Ἴμβρ. Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) Σάμ. (Κουμαδαρ. Μαραθόκ Παλαιόκαστρ.) ’ι ˬαρdίμι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬαρτίμιν Πόντ. (Κερασ.) γιˬαρτίμ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γιˬαρδίμι Μεγίστ. κ.ἀ. γιˬαρντούμ’ Ἀδραμ. γιˬαρτούμ’ Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) γερντίμ’ Πόντ. (Ἀντρεάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yardim = βοήθεια.
Σημασιολογία
Συνδρομή, βοήθεια ἔνθ’ ἀν.: Θὰ βοθήσω τὴ θυγατέρα μ’, γιˬατ’ ἔχει μικρὸ παιδὶ τσαὶ θέλει γιˬαρdίμι Σκῦρ. Ἐλᾶτε νὰ μᾶς κάμετε γιˬαρντίμι (= νὰ μᾶς βοηθήσετε) Κῶς Κάμ’τε τ᾽ ’γά’ γιαρντίμ’, ποὺ εἶναι φτωχὸς Μετόχ. Ἔλα νὰ μὶ κά’ς κουμμάτ’ γιˬαρdίμ’ Πάμφιλ. Κάνε του γιˬαρdίμι Σῦρ. Ἰαρdίμι, βρὲ παιδιά! Κάμετε ᾿ιˬαρδίμι, νὰ ’βγατίσωμε (= νὰ τελειώσωμε γρηγορώτερα) Ἀπύρανθ. Τοῦ ᾿δωσ᾽ ἕνα γιˬαρντίμ’ καὶ τὸ βγάναν τὸ ἁμάξ’ πού ᾽χε κολλήσ’ ’ς τ’ λάσπ’ Ψαχν. Εὐτάγω γιαρτίμ’ (= βοηθῶ τινα διὰ τῶν χειρῶν πρὸς συντέλεσιν ἔργου) Τραπ. Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA