ἀρτιρμᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρτιρμᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρτιρμᾶς ὁ, Μακεδ. (Βέρ. Σιάτ.) Στερελλ. (Λαμ.) ἀρτουρμὰ ἡ, Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. arttirma.
Σημασιολογία
1) Περίσσευμα Μακεδ. (Βέρ. Σιάτ.) 2) Παιδιὰ καθ’ ἣν εἷς μὲν διὰ κλήρου ὁριζόμενος κύπτει, οἱ δὲ ἄλλοι παῖκται ὑπερπηδοῦν αὐτόν, ὁ δὲ ἀποτυγχάνων ἐν τῇ ὑπερπηδήσει ἀντικαθιστᾷ τὸν κύπτοντα καὶ οὕτω συνεχίζεται ἡ παιδιὰ Στερελλ. (Λαμ.) 3) Ἄλμα εἰς μῆκος καθ᾽ ὃ οἱ ἄλται προσπαθοῦν νὰ αὐξήσουν τὸ μῆκος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): Παίζουμε τὴν ἀρτουρμὰ Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA