ἄψοφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄψοφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄψοφα ἐπίρρ. Ἤπ. Πελοπν. (Δημητσάν. Πύλ. Σουδεν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄψοφος.
Σημασιολογία
1) Ἀφεντικὰ 2, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Δημητσάν. Πύλ. Σουδεν.): Ἔδωκα τὰ πρόβατά μου ἄψοφα Πύλ. Σουδεν. 2) Βεβαίως, ἀναμφιβόλως Ἤπ.: Θὰ τὸν κερδίσω ἄψοφα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA