ἀψόφητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψόφητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀψόφητος ἐπίθ. Λεξ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. ἀψόφητε Τσακων. ἀψόφετος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀψόφιστος Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Μαν.) Ποντ. (Κερασ. Τραπ.) –Λεξ. Δημητρ. ἀψόφιγος Ποντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀψόφιος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψοφητὸς<ψοφῶ. Τὸ ἀψόφιστος καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀποθανών, ἐπὶ ζῴων καὶ περιφρονητικῶς, ἐπὶ ἀνθρώπων ἔνθ’ ἀν.: Ἀψόφιστος εἶναι ἀκόμα Λεξ. Δημητρ. Ἀκόμαν ἀψόφετος ἔν᾿ Τραπ. Ἐγὼ ᾽κὶ θὰ ἀφίνω σε ἀψόφιστον αὐτόθ. β) Ὁ μὴ ἀποθνήσκων ἢ ὁ δυσκόλως ἀποθνήσκων Λεξ. Δημητρ.: Ἠ γάττα ὅ,τι νὰ πάθῃ εἶναι ἀψόφητη. 2) Ἀφθαρτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.): Τὸ χτῆμα εἶναι ἀψόφιστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/