ἄψοφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄψοφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄψοφος ἐπίθ. πολλαχ. ἄψουφους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἄψοφο Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ψοφῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ψοφῶν, ὁ μὴ ἀποθνήσκων, ἐπὶ ζῴων σύνηθ.: Ἄψοφα καὶ σιδεροκέφαλα νά ’ναι τὰ πρόβατά σου! (εὐχὴ) Λεξ. Δημητρ. 2) Ἀκέραιος Ἤπ.: θα πάρ’ ἀπ᾿ τὸ χωράφι μ᾿ δέκα φορτώματα σ’τάρι ἄψοφα. Ἕνα πεντακοσάρικο ἄψοφο θᾶ φέρ᾽ ἀπ᾿τὸ ταξίδι. 3) Ἀσφαλής, βέβαιος Ἤπ.: Τό ’χω ἄψοφο αὐτό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/