ἀψύλλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψύλλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀψύλλιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀψέλλιστος Σύμ. ἀψύλλιγος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀψύ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψυλλιστὸς<ψυλλίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τοὺς ψύλλους σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Κουβέρτα ἀψύλλιστη. Σεντόνια-στρώματα ἀψύλλιστα σύνηθ. Δὲ μπορῶ νὰ ’μηθῶ ἀψύ’γους Αἰτωλ. 2) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τὰς ψεῖρας Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Συνών. ἀψείριστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/