γιˬασάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬασάκι

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬασάκι τό, Ἤπ. Ἰων. (Βουρλ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κρήτ. Μεγίστ.-Γ. Βλαχογιάνν., Κλέφτ. Μορ 74 γιˬασάκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬασάκ-κιν Κύπρ. γιˬασά’ Δαρδαν. (Λάμψακ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάδυτ. κ.ἀ.) γιˬασάχ’ Πόντ. (Ἀντρεάντ.) διˬασάκι Θήρ. Ἰων. (Κρην. Σμύρν.) Κάσ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Βιάνν. Σητ κ.ἀ.) Κωνπλ. Κῶς Μῆλ. Μύκ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ.) -Λεξ. Βάιγ διˬασάκιν Ρόδ. διˬασά’ Εὔβ. (Αἰδηψ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Νάουσ. κ.ἀ.) Σκόπελ. διˬασάτσι Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.) Χίος (Καστρ. κ.ἀ.) διˬασάτσ’ Λέσβ. δgιˬασάτσι Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yasak = νόμος, κανονισμός, ἀπαγόρευσις, ἀπηγορευμένος. Οἱ ἀρχόμενοι ἀπὸ δ τύποι κατὰ παρετυμ. ἴσως πρὸς τὴν πρόθ. διά. Πβ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2,313 καὶ λ. γιὰ (Ι). Κατὰ Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 2,228 ἡ παρετυμ. ἐκ τῆς λ. διάταγμα, ἢ ἐκ τῆς συνηθεστέρας διαταγή.

Σημασιολογία

1) Ἀπαγόρευσις νομικῆς ἢ ἄλλης φύσεως ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι γιˬασάκι νὰ μπῇς μέσα Ἤπ. Εἶναι διˬασάκι καὶ δὲν bορεῖς νὰ μιλῇς ἐλεύτερα Κῶς Διˬασάκι ’ναι καὶ δὲ gάνει νὰ κυνηγᾷς Σητ. Ἐγὼ δὲ σοῦ βάνω διˬασάκι Μῆλ. Μὰ διˬασάκι ἔχει καὶ τὸ φαΐ καὶ θὰ μοῦ λὲς νὰ μὴ dρώω; Ἀπύρανθ. Μὴν πάῃς σ’ ἰκεῖν’ τοῦ μέρους, γιατί ’ν’ γιασάκ’ Λάμψακ. Ἡ κλεψιˬὰ ἔγγιˬασάκ-κιν Κύπρ. Τὰ βλάμ’κα τὰ τραγούδια ποίκασί dα διˬασάτσ’ Λέσβ. || Παροιμ. φρ. Τὰ μάτια διˬασάκι δὲν ἔχουνε (οὐδεὶς περιορισμὸς δύναται νὰ ἐπιβληθῇ εἰς τὸ νὰ βλέπῃ κανεὶς κάποιον ἢ κάτι, ἰδιαιτέρως εἰς τὸ νὰ ἀποθαυμάζῃ ὡραίας νεάνιδας ἢ νέους) πολλαχ. Ἔχουνε καὶ τὰ μάτια διˬασάκι (ἀντιθέτως πρὸς τὸ προηγ., πρέπει νὰ ὑπάρχῃ κάποιος φραγμὸς εἰς τὴν παρακολούθησιν, τὸν ἀποθαυμασμὸν ἄλλων προσώπων, ὅταν τοῦτο εἶναι ἀδιάκριτον) Ἀπύρανθ. || ᾌσμ. Νὰ τὸ περάσω θέλω ’γὼ ἐκεῖνο τὸ σοκάκι κι ἀκόμα δὲν ἐγίνηκε τῶν ᾶμμαθιˬῶ διˬασάκι Βιάνν. Πέρνα ψηλέ, πέρνα, λιγνέ, πέρνα το τὸ σοκάκι κι ἀκόμη ᾿ὲν ἐβάλασι τῶν ἐμμαδιˬῶ διˬασάκι Ἀ κάμω θῶ μιˬὰν gλειδαριˬά, νὰ κλείσω τὴν gαριˬά μου, νὰ κάμω τσαὶ γιˬὰ λόγου σου διˬασάτσιν dὴμ-μηλιˬά μου Χίος. β) Ἐντροπὴ Πελοπν. (Βούρβουρ.): Δὲ dό ’χουν γιˬὰ διασάκι οἱ Ἀραχοβίτισσες. 2) Ἀνάγκη, βία, δύσκολος περίστασις Β. Εὔβ. Κωνπλ. Μακεδ. (Νάουσ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἤτανε διˬασά’ νὰ ξεκινήῃς τοὺ μισ’μέρ’ μὶ τ’ gάψα! Β. Εὔβ. Φάγαμι δυˬὸ ἰλίτσις κὶ πέρασ’ τοὺ διˬασά’ αὐτόθ. Κι αὐτὸ τὸ διˬασάκι θὰ περάσῃ (θὰ περάσῃ κι αὐτὴ ἡ δυσκολία, κι αὐτὸ τὸ κακὸ) Κωνπλ. β) Μεγάλη ἐπιθυμία Εὔβ. (Ἄκρ.) Μακεδ. (Νάουσ.): Δό μ᾽ κὶ μένα ’γά’, ἔτσ’ γιὰ νὰ μ’ πιράσ’ τοὺ διˬασά’ Ἄκρ. Συνων ἀποθυμιˬά, ἀραθυμιˬά, θεριˬακλίκι, λαχτάρα, μεράκι. 3) Βιαστικὸν ἢ συχνὸν «πήγαινε-ἔλα» Εὔβ. (Αἰδηψ.): Αὐτὸ τού διˬασά’ δὲ μ’ ἀρέσ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/