ἀψὺς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψὺς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψὺς ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἁψὺ Τσακων. ἁψὸς Καππ. (Σινασσ.) Κύπρ. Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) κ.ά. –Λεξ. Πόππλετ. Μ’Εγκυκλ. Πρω. ἀψὸ Κάππ. (Ἀνακ.) ἁψεῖος Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀψε͜ιὸς Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
Κατὰ τὸ σχῆμα ὀξύθυμος-ὀξὺς ἐπλάσθη καὶ ἁψὺς ἐκ τῶν συνθέτων ἀπὸ ἁψι- παλαιῶν καὶ νέων ἁψίθυμος, ἁψικάρδιος, ἁψίκορος, ἁψίχολος κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 170. Τὸ ἁψὸς καὶ μεσν. Πβ. Εὐστάθ. 709, 9. Τὸ ἁψεῖος-ἁψε͜ιὸς ἐκ τοῦ θηλ. ἁψεῖα-ἁψε͜ιὰ καθὼς καὶ παχε͜ιὰ-παχε͜ιὸς κττ.
Σημασιολογία
1) Ὁ εὐκόλως ὀργιζόμενος, εὐέξαπτος, ὀργίλος σύνηθ. Καππ. (Σινασσ.) Τσακων.: Ἁψὺς ἄνθρωπος σύνηθ. Εἶν᾿ ἁψὺς καὶ μανίζει μὲ τὸ μόνο μόνο (δυσαρεστεῖται μὲ τὸ ἐλάχιστον) Κρἡτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁψίθυμος 1. β) Εὐαίσθητος εἰς γαργαλισμὸν Τῆν.: Ἡ ἀγελάδα εἶναι ἁψε͜ιά. 2) Ζωηρός, δραστήριος σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Εἶναι ἀψὺς ’ς τὴ δουλε͜ιά του σύνηθ. 3) Βιαστικὸς Καππ. (Σινασσ.) Τσακων. Χίος: Μὴν εἶσαι τόσο ἀψὺς Χίος. 4) Ταχὺς πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Ἁψε͜ιὰ περπατησιˬὰ πολλαχ. Ἁψέσσα γυναῖκα Οἰν. Ἁψὺν τρέξιμον Τραπ. || Φρ. Ἁψὺς καὶ γλήορος σὰν τὸ βαρβᾶτο ἄλογο Θήρ. || ᾌσμ. Ἄν εἶν᾿ ἁψὺς ὁ μαῦρος σου, φτάν-νεις τους ᾿ς τὰ στεφάνιˬα Ρόδ. Πο͜ιὸς εἶν᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους μου τοὺς ἑβδομήντα πέντε, πο͜ιὸς εἶν’ ἁψὺς καὶ γλήγορος νὰ τὸν καβαλλικέψω; ΣΚυριακίδ. Διγεν. Ἀκρίτ. 8. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 125 (ἔκδ. Wagner σ. 145) «ἁψός, γοργὸς ἐπήδησεν ὁ ταπεινὸς ὁ κάττης». β) Αἰφνίδιος Καππ. Ἀνακ.) 5) Αὐστηρός, σκληρὸς Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἁψὺς δσκαλος Κερασ. β) Οὐδ. ἁψὺ οὐσ., ὁ αὐστηρὸς τόνος τῆς ὁμιλίας Μακεδ. (Νάουσ.): Μὴ μὶ τ᾿ ἀψὺ τὰ πιδιˬά! 6) ’Οξύς, δριμὺς τὴν γεῦσιν, καυστικὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἁψὺ κρασὶ-ξίδι-πιˬοτὸ κττ. σύνηθ. Ἁψὺ τυρὶ Κρήτ. Ἁψὺς γάρους Θάσ. Ἁψε͜ιὰ ρακὴ Μακεδ (Βλάστ. κ.ἀ.) Ἁψὰ ἅριμ’ Θάσ. Ἁψὸν πιπέριν Κύπρ. Ἁψὺν βούτορον-ἐλᾴδ’-ὀξίδ’ κττ. Χαλδ. Ἁψέα κρομμύδ Τραπ. Χαλδ. Ἁψὺ το ’καμες τὸ φαεῖ ἀποὺ τ’ ἁλάτσι ἁπού ᾽βαλες Κρήτ. (Σητ.) || Φρ. Ἁψὺν ὀξίδ’ ἔνι (εἶναι ὀξύθυμος) Κερασ. || Παροιμ. Τ’ ἁψὺ τὸ ξίδι τ’ ἀγγε͜ιό του χαλᾷ (ὁ ὀξύθυμος φθείρει τὴν ὑγείαν του) σύνηθ. || ᾎσμ. Ἐψήθηκαν τὰ ἀχείληˬα μου ἀπὸ τ' ἀψὺ φαρμάκι Ἤπ. 7) Πολὺ θερμός, καυστικὸς ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 18 ΚΘεοτόκ Βιργ. Γεωργ. 11: Ποιήμ. Ἀδράσσει ὁ ἥλιˬος ὀ ἁψὺς τ᾽ ἀκόσιστο χορτάρι ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν. ...Κοκκινισμένη πάντα εἶναι ἀπ᾿ τὸν ἥλιˬο τὸν ἀψὺ καὶ πάντα εἶναι καμμένη ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. 8) Κοπτερός, ὀξύς, ἐπὶ τέμνοντος ὀργάνου Λεξ. Δημητρ.: Ἁψὺ μαχαίρι. 9) Δηκτικός, στρυφνὸς ΟΜπεκὲς ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 260: Ποίημ. Κι ἀκούνητος ὁ Μουσταφᾶς μὲ μάτιˬα σὰ γυˬαλένιˬα στέκεται ἀψὺς βαρδιˬάτωρας. 10) Αῦθάδης, θρασὺς Λέσβ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Εὐστάθ. ἔνθ’ ἀν. «ὅθεν ἡ συρφετώδης ἴσως ὑπολείξασα γλῶσσα φησὶν ἁψοὺς τοὺς ἐν λόγῳ θρασεῖς». 11) ’Ισχυρός, σφοδρὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἁψὺς ἀέρας-βορεˬὰς σύνηθ. Ἁψὺν χαλάζ’ Χαλδ. Ἁψὴ βροχὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ.) Ἁψύ νερό ἤπεσε σήμερο Κρήτ. Φωτιˬὰ ἁψε͜ια Σίφν. Φοῦρνους ἁψὺς Θεσσ. || Γνωμ. Ἁψέα νερὰ ρυˬακοφαγώματα (ἡ ραγδαία βροχὴ παρασύρει τὸ χῶμα τῶν ἀγρῶν) Κάρπ. β) Ὀξύς, διαπεραστικός, ἐπὶ φωνῆς Λέσβ. Πόντ. (Τραπ.): Ἁψὺν λαλίαν ἔ’ Τραπ. 12) Καθαρός, ἀμιγὴς Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἁψὺ σ’τάρι Λακων. Ἁψεῖο τυρὶ τρώ’ (τρώγω τυρὶ χωρὶς ψωμὶ) Μάν. Τρώεται ἁψεῖο (ἐπὶ φαγητοῦ τρωγομένου χωρὶς ψωμὶ) αὐτόθ. Τρώει τὰ λάχανα ἁψεῖα αὐτόθ. Ἁψε͜ιὸ μαργαριτάρι Μάν. || Γνωμ. Ὁ πουλλολόγος πούπουλα καὶ ὁ ψαρᾶς χλέπιˬα κιˬ ὅπου κυνηγάει τ᾿ ἀγριμικὰ ᾿ψεῖα ξεπολυσία Λακων. 13) Καθαρός, διαυγὴς Πελοπν. (Λακων.): Ἁψεῖος νοῦς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA