ἀνταμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταμώνω, ἐνταμώνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τῆλ. Χίος ἀνταμώνω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν.) ἀνταμών-νω Ρόδ. ἀdαμώνω πολλαχ. ἀνταμώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνταμών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀdαμώνου πολλαχ. βορ. ἰδιώμ. ἀdαμούνω Πελοπν. (Λακων.) ἀνταμούου Τσακων. ἀνταμώζω Λευκ. ’νταμώνω Θρᾴκ. (Μεσημβρ. Σηλυβρ.) Σῦρ. ’νταμών-νω Ρόδ. ’dαμώνω Κρήτ. (καὶ ἀdαμώνω) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’dαμώννω Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀντάμα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀdαμούνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀdάμουσα, ἔνθα ἡ τροπὴ τοῦ ω εὶς ου διὰ τὸ παρακείμενον μ.
Σημασιολογία
1) Συνενώνω, συνδέω, προσαρμόζω, συγκολλῶ Μακεδ. (Σισάν.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. -Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.: ’Ντάμωσε τὰ κοινιˬὰ Ρόδ. Ἀντάμουσα αὐτὸ τοῦ σ᾿νὶ μὶ τ’ ἄλλου, γιˬατὶ δὲν ἔφτανι Σισάν. Ἀντάμωσε τὰ δυˬὸ παλούκιˬα σταυρωτὰ Λεξ. Δημητρ. Ἀντάμωσεν δύο σανίδ κ᾿ ἐποίκεν ἀτα ἕναν Τραπ. Ἐντάμωσα τὰ δύο πέτρας (τοὺς δύο λίθους) Ὄφ. Οὐτ’ ἐνταμούντανε τὰ σανίδ (δὲν προσηρμόζοντο κτλ.) αὐτόθ. || ᾎσμ. Βρίσκει ἡ μάννα τὸ κορμὶ κ᾿ ἡ ἀδερφὴ τὰ χέριˬα, ἐπιˬάσαν κ᾿ ἐνταμώσαν τα κ’ ἐκάμαν τα τ᾿ οὕλον ἕνα Τῆλ. β) Μέσ. συνενούμενος ἀποτελῶ ὁμάδα Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.)-ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.2 14: ᾿Ενταμῶθαν οἱ γειτόν’ κ’ ἔδεξαν τὸν κλέφτεν (ἡνώθησαν οἱ. γείτονες καὶ ἐδίωξαν τὸν κλέπτην) Τραπ. Ἐνταμῶθα μὲ τὸν δεῖνα τ’ ἐπῆγα ᾿ς σὸν παρχάρ’ (εἰς τὴν ἐξοχὴν) Ὄφ. Κάργιˬες τριγύριζαν πολλὲς ἀνταμωμένες ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν. γ) Μειγνύω Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Λευκ.: Ἀdάμωσα ξίδι καὶ λάδι Λευκ. Ἀdάμωσα λίγο καλαbοκήσιο μὲ τὸ καθαρὸ ἀλεύρι καὶ ἔκαμα ψωμὶ Ἁλμυρ. Συνών. ἀνακατεύω Α 5, ἀνακατίζω 1, ἀνακατώνω Α 4. 2) Φέρω τι πλησίον τινός, πλησιάζω Λευκ. Μῆλ.: Ἀdάμωσα τὸ τραπέζι ’ς τὸν τοῖχο Λευκ. 3) Φέρω τινὰς εἰς ἐπαφὴν Πόντ. (Κερασ.) ἀγν. τόπ. β) Ἀμτβ. καὶ μέσ. συνέρχομαι μὲ γυναῖκα, συνουσιάζω, ἐπὶ τοῦ συζύγου Πόντ. (Κερασ.) 4) Συνάπτω εἰς γάμου κοινωνίαν, συζευγνύω Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺς ἀdάμωσε ὁ Θεὸς Λάκων. Νὰ ζήσ’νι τὰ πιδιˬὰ π’ ἀνταμώσαμι Αἰτωλ. || ᾎσμ. Ἀξίζει ἡ μέρα ἡ σημερ’νὴ φλωριˬὰ μὲ τὸ καντάρι, ποῦ θ᾽ ἀνταμώσῃ τέτο͜ια νεˬὰ μὲ τέτο͜ιο παλληκάρι Ἤπ. Συνών. παντρεύω. β) Φέρω τινὰ εἰς ἐρωτικὴν συνέντευξιν Εὔβ. (Κονίστρ) Θρᾴκ. (Αἶν.): Ὁ δεῖνα ἀνταμώνει τὸν δεῖνα μὲ τὴν δεῖνα (ἐνν. ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ) Κονίστρ. γ) Συμφιλιώνω, συμβιβάζω Λεξ. Δημητρ.: Ἠταν νὰ χωρίσουνε, μὰ ὁ δεσπότης τοὺς ἀντάμωσε. 5) Συναντῶ τινα κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ποῦ μπορῶ νὰ σᾶς ἀνταμώσω; Τὸν δεῖνα τὸν ἀντάμωσα σήμερα κοιν. ᾿Εντάμωσα τὸν δεῖνα Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. Ἐρωdικό μου γιˬασεμί, γλυκύτατο’ μ᾿ ἀηˬδόνι, νὰ σ’ ἀdαμώοω δὲ bορῶ κιˬ αὐτὸ μὲ θανατώνει Κρήτ. Καὶ ἀμτβ.: Σὰν ἀνταμώσωμε τὰ λέμε κοιν. || Παροιμ. Ἀντάμωοε ὁ κακὸς καιρὸς μὲ τὸν ἀσβολωμένο (ἐπὶ ἀντιξόων περιστάσεων) Λεξ. Δημητρ. Καὶ μεσ. Ἀνταμώθησαν ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος. θὰ ἀνταμωθοῦμε αὔριο ἐδῶ κοιν. || Φρ. Μὲ τὸ καλὸ ν’ ἀνταμωθοῦμε! (κατὰ τὸν ἀποχωρισμὸν) σύνηθ. Μὲ γε͜ιὰ ν’ ἀdαμωθοῦμε! Κεφαλλ. Καλῶς ἀdαμωθήκαμε! (κατὰ τὴν συνάντησιν) αὐτόθ. || Παροιμ. ᾿Εγὼ ταξιδιώτης κ᾿ ἐσὺ ξενοδόχος, κἄπου θ᾽ ἀνταμωθοῦμε (πρὸς τοὺς ἐκμεταλλευομένους ἄλλους ἐπὶ τῇ ἐλπίδι ὅτι οὐδέποτε θὰ συναλλαχθοῦν μετ’ αὐτῶν) Βάρν. Β’νὰ μὶ β’νὰ δὲν ἀνταμώνουντι (ἐπὶ ἰσχυρῶν καὶ μεγάλων οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καλὰς σχέσεις) Ἤπ. Τὸ ραὶν μὲ τὸ ραίν ’κ’ νταμών’, ἄθρωπον μὲ τὸν ἄθρωπον ἀνταμοῦται (ἐπὶ ἀπροσδοκήτου συναντήσεως κατόπιν πολλοῦ χρόνου. ’κ’ νταμών’ ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀνταμών) Πόντ. (Χαλδ.) || ᾊσμ. Καλῶς ἀdαμωθήκαμε, καινούργοι συμπεθέροι, ἀπὸ τὸ Θεὸ χαρούμενοι καὶ καλοκαρδισμένοι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Καλῶς ἀνταμωθήκαμε ᾿ς αὐτὸ τὸ φαγοπότι Ἤπ. Ἐπῆγαν κ’ ἐνταμώθηκαν ἀπάν’ ’ς τὸ σταυροδρόμιν Πόντ. Συνών. σμίγω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA