γαˬιδουροκατάστασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαˬιδουροκατάστασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαˬιδουροκατάστασι ἡ. Κρήτ. κ.ἀ. γαιˬδουροκατάστασ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) γαιˬδ’ρουκατάστασ' Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γαιδουροκατάστα’ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) γαδαρουκατάστασ’ Κυδων. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ κατάστασι.
Σημασιολογία
Κατάστασις ἁρμόζουσα εἰς ὄνον, ἤτοι ἀσχημοσύνη, ἀγροικία, βαναυσότης, χυδαιότης κττ. ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀνθρωπιˬὰ καὶ γαιˬδουροκατάστασι! (ἐπιφώνησις εἰρων. πρὸς τὸν ἀσχημονοῦντα, τὸν ἀγροίκως φερόμενον) Κρήτ. Τάξ’, πρᾶξ᾽, γαιˬδουροκατάστα’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Φιλιππούπ. Πρᾶξ’ τσαὶ τάξ’ τσαὶ γαδαρουκατάστα’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κυδων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA