ἀνταμωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταμωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνταμωτὸς ἐπίθ. ἐνταμωτὸς Πόντ. (Τραπ) ἀνταμωτὸς ΔΣολωμ. 51 ἀdαμωτὸς Θεσσ. (Ἀλμυρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνταμώνω.

Σημασιολογία

1) Προσηρμοσμένος, ἡνωμένος, συνδεμένος Πόντ. (Τραπ.) -ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.: Σανίδ ἐνταμωτὰ Τραπ. || Ποίημ. Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡ μοῖρα… | μὲ τὸ κρῖμα ἀνταμωτὴ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ μὴ ἀμιγὴς, ὁ ἀνάμεικτος μετ᾽ ἄλλου πράγματος Θεσσ. (Ἁλμυρ.): ᾿Ανταμωτὸ ψωμὶ (ἄρτος ἐκ σιτίνου ἅμα καὶ ἀραβοσιτίνου ἀλεύρου). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακατωτός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/