ἀψυχομάχητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψυχομάχητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψυχομάχητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀψυχομάχιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψυχομαχητὸς<ψυχομαχῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν ἐπιθανάτιον ἀγωνίαν ἔνθ’ ἀν.: Ἀψυχομάχητος πέθανε, δὲν ψυχομάχησε καθόλου σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA