ἀνταπόδοσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταπόδοσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνταπόδοσι ἡ, λόγ. σύνηθ. ἀνταπόσι Ρόδ. ἀdαπόδοσι Λευκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾶρχ. οὐσ. ἀνταπόδοσις. Ὁ τύπ. ἀνταπόσι ἐκ τοῦ ἀνταπόοσι κατ’ ἀποβολὴν τοῦ δ.

Σημασιολογία

1) Ἀπόδοσις χάριτος λόγ. σύνηθ.: Δίνε ἀμέτρητα τὰ ἀγαθά σου χωρὶς... ἀνταπόδοσι ΙΔραγούμ. Σταμάτ. 71. β) Τὸ ἀνταποδιδόμενον δῶρον ὑπὸ τοῦ γαμβροῦ πρὸς τὴν νύμφην Λευκ. 2) Καταιγίς, θύελλα καταστρεπτική, θεομηνία (διότι κατὰ τὰς λαικας δοξασίας αἱ τοιαῦται θεομηνίαι θεωροῦνται ὡς ἀνταπόδοσις, τιμωρία τῶν ἀνθρώπων διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν) Ρόδ.: Ὁ Θεὸς μᾶς ἔκαμεν ἀνταπόσι. Ὁ χειμῶνας σήμερο εἶναι ἀνταποσι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικὸς Β1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/