ἄψυχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄψυχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄψυχος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄψυχος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ ψυχῆς, ὁ μὴ ζῶν, νεκρὸς κοιν.: Τὸν χτύπησε κ' ἔπεσε νεκρὸς ἄψυχος. Σῶμα ἄψυχο κοιν. || Αὶνίγμ. Ἄψυχος ψυχὴ δὲν ἔχει | καὶ ψυχὲς παίρνει καὶ φεύγει (τὸ πλοῖον) σύνηθ. Ἄψυχος ψυχὴ δὲν ἔχει καὶ τοῦ βάνω κ’ ἔχει (ὁ λύχνος καὶ τὸ ἔλαιον) Πελοπν. (Πυλ.) Ἀπ᾿ ἄψυχο ψυχὴ ᾿εννε͜ιέται κιˬ ἀπὸ ψυχὴ ἄψυχο (ἀπὸ τὸ ἀβγὸ τὸ πτηνὸν καὶ τἀνάπαλιν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 2) Ὁ ἄνευ σθένους ἢ δραστηριότητος, νωθρὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Εἶναι ἄψυχος ἄνθρωπος, ὅλα του εἶναι ἄψυχα. Ἀψυχο βλέμμα. Ἄψυχα λόγια σύνηθ. Μιˬὰ μορφή... μὲ ἄψυχα, κρύα μάταιˬ ΔΒουτυρ. Μὲς στοὺς ἀνθρωποφάγ. 63. β) Ἄτολμος δειλὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἀψυχος ἄνθρωπος σύνηθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀψυχιˬάρις, ἀντίθ. ψυχωμένος. 3) Ἀδύνατος, καταβεβλημένος, ἰσχνὸς Μακεδ. (Βογατσ. Καταφυγ.) Πελοπν. (Οἰν.) Πόντ. (Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἄψ’χου πιδὶ Βογατσ Ἄψ’χου μ᾽λάρ’ Αἰτωλ. Πρόατα ἄψ’χα αὐτόθ. Συνών. ἄναντρος 2, ἀχαμνὸς 4. β) Φιλάσθενος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 4) Ἀτροφικός, ἐπὶ φυτῶν Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἄψ’χα σ’τάριˬα-σταφύλιˬα–καλαμπόκιˬα κττ. Συνών. ἀψώμιˬαστος, ἄψωμος, ἄψώμωτος 1. 5) Ὁ εὐκόλως φθειρόμενος, ἐπὶ ὑφάσματος Ἤπ.: Ἄψυχο παννί. 6) Ἄγονος, ἐπὶ ἀγροῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἄψυχο χωράφι. 7) Φειδωλὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA