ἀψύχωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψύχωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀψύχωτος ἐπίθ. (ΙΙ) Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ έπιθ. *ψυχωτὸς<ψυχοῦμαι.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἐψυχώθη, δὲν προσεβλήθη ἀπὸ ψῦχον, ἤτοι ἑλώδη πυρετόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/