ἀρτουρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτουρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρτουρεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. arttirmak.

Σημασιολογία

Μετβ. αὐξάνω ἐνθ’ἀν.: Φρ. Ἔλα ἀρτουρεύωμε (ἔλα νὰ πηδήσωμε ἅλμα εἰς μῆκος) Κοτύωρ. || Παροιμ. Τὸ καλὸν τ᾿ ἄλογον τὸ κριθάρ’ν ἀθε ἀρτουρεύ’ (τὁ κριθάρ’ν ἀθε=τὸ κριθάρι του. Ἐπὶ φιλοπόνου ἐργάτου τοῦ ὁποίου αὐξάνεται ὁ μισθὸς) Τραπ. Χαλδ. Καὶ ἀμτβ. αὐξάνομαι ἔνδ’ ἄν.: Τὸ φαεῖν ἐρτούρεψεν Τραπ. Χαλδ. ’Σ ἀτόσους νομάτ’ς ἀπέσ’ ψωμὶν ’κ’ ρτουρεύ’ (μέσα σὲ τόσους ἀνθρώπους ψωμὶ δὲν περισσεύει. ᾽κ᾽ ρτουρεύ’ ἐκ τοῦ ’κὶ ἀρτουρεύ’) Χαλδ. Πβ. ἀβγατένω, ἀβγατίζω͵ ἀρτιριdίζω, ἀρτιρίσκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/