ἀψώμιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψώμιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψώμιστος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. ἀψώμ’στους Λῆμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψωμιστὸς<ψωμίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀψώμωτος 2, ὅ ἰδ., Λῆμν. 2) Ὁ μὴ ψωμισθείς, ὁ μὴ διατραφεὶς Λεξ. Δημητρ.: Ἄρρωστος ἦταν καὶ δὲν τὸν ἄφησαν οἱ δικοὶ του ἀψώμιστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA