ἀρτόψωμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτόψωμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρτόψωμο τό, Κέρκ. ἀρτόψουμου Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρτος καὶ ψωμί.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ. 1) Οἱ εἰς τὴν τελετὴν τῆς ἀρτοκλασίας προσφερόμενοι πέντε ἄρτοι Σαμ. Συνών. ἀρτάκιˬα (ἰδ. ἀρτάκι 2). 2) Μικροὶ ἄρτοι τῆς ἐκκλησίας διανεμόμενοι τιμῆς χάριν πρός τινας τῶν παρόντων ἢ κατ᾽ οἶκον Κερκ. Συνών. ἀρτοφόρι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/