ἀντάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντάρα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ.) Τσακων. ἀdάρα πολλαχ. ἀdάα Σαμοθρ. ἐντάρα Χίος ὀντάρα Α.Ρουμελ. (Καρ.) ’ντάρα Νίσυρ. (καὶ ἀντάρα) ’dάρα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντάρα, παρ’ ὃ καὶ ἐντάρα ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ ρ. ἀναταράσσω ἢ ἐνταράσσω κατὰ ΝΔεκαβάλλ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 158 κἑξ. Ὁ Κορ. Ἄτ. 2,125 καὶ Γραμματ. 87 ἐκ τοῦ ἀνταερία, ὁ δὲ JZingerle ἐν Glotta 17 (1929) 134 κἑξ. ἐκ τοῦ *ἀνταύρα. Κατὰ ΜΔέφνερ ἐν Νεοελλ. Ἀναλ. Παρνασσ. 1,392 ἐκ τοῦ ρ. ἀνταίρω.
Σημασιολογία
1) Ταραχή, κρότος, θόρυβος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Τὰ παιδιὰ κάμνουν μεγάλη ἀντάρα. Πολλὴ ἀντάρα γίνεται ᾿ς τὸ σπίτι σύνηθ. Τί ἔρημ’ ἀντάρα κάνει τοῦτος ὀ μύλος! Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀκουγότανε μιˬὰ ἀντάρα, σὰν νὰ τραυούσανε τὴν ἄγκυρα τοῦ καϊκιˬοῦ Πελοπν. (Κιάτ.) Νὰ μὴ κάμ’ς ἀντάρις ἐκεῖ ποῦ θὰ πᾶς σκουλε͜ιὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀντάρα ἔνι νοίου τὰν αὐλὴ (θόρυβον ἀκούω ἐν τῇ αὐλῇ) Τσακων. || Φρ. ᾿Ενοῦ χωριˬοῦ ἀντάρα κάνεις! (ἐπὶ τοῦ λίαν θορυβώδους) Πελοπν. (Ἄργ.) || ᾎσμ. Τί εἶν’ τὸ κακὸ ποῦ γίνεται κ᾿ ἡ ταραχὴ κ᾽ ἡ ἀντάρα Λεξ. Πρω. Κιˬ ἀιˬκῶ νιˬᾶς πέρδικας λαλιˬά, νιˬᾶς πέρδικας ἀντάρα καὶ ξύπνησα καὶ τὴ ρουτῶ καὶ τὴν καλουξιτάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Δουκ. (λ. ἀντάρτης) «ἀντάρα γοῦν ἀκοῦς πολλὴ μὲ ταραχὴ μεγάλη». β) Θορυβώδης διασκέδασις Βιθυν. Μακεδ. (Θεσσαλον.) κ.ἀ.: Ἔχει τώρᾳ ποῦ ἦρτε ὁ ἀδρεφός του ἀντάρες καὶ βροντάρες Βιθυν. || Γνωμ. Ὁ γάμος θέλει τύμπανα, τὸ πανηγύρι ἀντάρα Θεσσαλον. γ) Μετων. ἄνθρωπος λίαν ὀχληρὸς Σύμ. Κατήντησες ἀντάρα! δ) Συμπλοκή, ἔρις Θεσσ. (Τρίκκ.) Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: ᾿Εγίνηκε ᾿ς τὸ πανηγύρι μεγάλη ἀdάρα Κεφαλλ. Ἀρχίνησαν πάλι τ᾿ς ἀdάρις Τρίκκ. Γί’’ ἀντάρα Αἰτωλ. 2) Μεταφ. στενοχωρία, ἀγωνία, περισπασμὸς Αἴγιν. Δαρδαν. Θήρ. Κύθηρ. κ.ἀ.: Ἔχει ἀdάρες καὶ τρεχάματα Θήρ. Κύθηρ. || ᾎσμ. Γιˬέ μου, τί εἶν᾽ τὰ κλάματα, ἡ ἐδιτσή σου ἀντάρα; Αἴγιν. 3) Ἀνεμοταραχή, ἀνεμοζάλη, θύελλα κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ.): Φύσηξι βουρεˬὰς κιˬ ἀντάρα Σκόπ. Βροχὴ κιˬ ἀντάρα Οἰν. || Παροιμ. Ὁ λύκος ᾽ς τὴν ἀντάρα χαίρεται (οἱ κακοὶ ἐπιτυγχάνουν συνήθως ἐν τεταραγμένοις καιροῖς. Συνών. παροιμ. ὁ λύκος ’ς τὴν ἀνεμοζάλη χαίρεται) πολλαχ. || ᾎσμ. Ἡ μάννα μ’ ὅdε μ᾿ ἔκαμε κιˬ ὅdε μ’ ἐκσιλοπόνα, ἦταν ἀdάρα καὶ βροχὴ καὶ καταχνιˬὰ μεγάλη Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἀνεμοζάλη 1. 4) Ὁμίχλη σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἦταν τόση ἠ ἀντάρα ποῦ δὲν ἔβλεπε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Τὰ βουνὰ ἔχουν πολλὴ ἀντάρα σήμερα σύνηθ. ᾿Επεσε ἀντάρα Πελοπν. (Κορινθ.) Μαύρη ἀdάρα πλάκωσε Κρήτ. Τήρα κεί’ τ’ν ἀντάρα ᾿κεῖ ἀπάν’ ’ς τ᾿ν κορ’φὴ ’ς τοὺ βουνὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὰ ρασία μέγαν ἀντάραν ἕχ’νε Τραπ. || Φρ. Ἀdάρα κὶ καπνὸς Σάμ. Κουρνιˬαχτὸς κιˬ ἀdάρα Θεσσ. Τά ᾽καμι ἀντάρα τὰ λιφτὰ-τοὺ σπίτ’-τοὺ φουστά’ κττ. (τὰ κατέστρεψε, τὰ ἠφάνισε) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἥλιˬος καὶ μαύρη ἀdάρα! (ἀρὰ) Κρήτ. (Μεραμβ.) Σκού’ κιˬ ἀdάρα νὰ γί᾿ς! (ἀρὰ) Λέσβ. || Μετὰ τοῦ ρ. πάω σχηματίζει περίφρασιν πρὸς δήλωσιν τοῦ ἐν ὑπερβολικῷ βαθμῷ γινομένου πολλαχ.: Θὰ φάς ξύλο ποῦ θὰ πάῃ ἀντάρα πολλαχ. Τὸ γλέντι πῆγε ἀντάρα καὶ καπνὸς Πελοπν. (Αἴγ.) Ἤπιˬε κρᾶσο ποῦ πῆγε ἀντάρα Μῆλ. Τὸ ψάλσιμο πῆγε ἀντάρα Ἤπ. Ὁ χορὸς καὶ τὸ τραγούδι πάει ἀντάρα Πελοπν. (Κόρινθ.) || Παροιμ. φρ. Καθαρὸς οὐρανὸς ἀντάρα δὲν ἔχει (ἐπὶ τοῦ τιμίου καὶ ἀθῴου. Συνών. παροιμ. φρ. καθαρὸς οὐρανὸς ἀστραπὲς δὲ φοβᾶται) Παξ. Παροιμ. Κοιλιˬά μ’, γομάρι σὲ χρωστῶ κιˬ ἂς εἶν᾽ καὶ μαύρ᾿ ἀντάρα (ἐπὶ τῆς ἀπαραιτήτου ἀνάγκης τῆς πληρώσεως τοῦ στομάχου καὶ μεταφ. καὶ ἐπὶ ἄλλων ἀπαραιτήτων ἀναγκῶν) Χίος || ᾊσμ. Ν’ ἀναστενάξω βγαίν’ ἀχνός, νὰ βήξω βγαίν’ ἀντάρα Εὔβ. (Κύμ.) Θωρεῖτε ’κεῖνο τὸ ’ουνί, τ᾽ ἄλλο τὸ πλεὰ μεάλο, ἀπού ’χ’ ἀντάρα ᾽ς τὴν κορφὴ καὶ καταχνιˬὰ ’ς τὴ μέση; Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἐσὺ νὰ γίνῃς σύννεφο κ’ ἐγὼ νὰ γίνω ἀντάρα Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Στεμν.) Συνών. ἀνταροῦσα. β) Νέφος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Νίσυρ. 5) Ἀχλύς, θάμβωσις τῶν ὀφθαλμῶν Θρᾴκ. (Αἶν.) 6) Λυκόφως ἢ λυκαυγές, ἀμυδρὸν πως Κρήτ. (Μεραμβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA