ἀντάρεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντάρεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντάρεμα τό, ΓΒλαχογιάν. Μεγάλ. χρόν. 85.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνταρεύω.
Σημασιολογία
Ταραχή, θόρυβος: Τὸ πρῶτο κανόνι ἔπεφτε καὶ τότε ἐγὼ μέσ’ ’ς τ᾿ ἀντάρεμα τῶν ὅλων ἔλυσα τὰ παλαμάριˬα. Συνών. ἀνταρεμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA