ἀψώμωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψώμωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀψώμωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἁψώμουτος᾽ Εὔβ. (Κουρ.) ἀψώμουτους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψωμωτὸς<ψωμώνω.

Σημασιολογία

1) Ἄψωμος, ὃ ἰδ., σύνηθ: Ἀψώμωτος καρπός. Ἀψώμωτη βρίζα. Ἀψώμωτο κριθάρι-σ’τάρι κττ. Ἀψώμωτα κουκκιˬὰ-φασόλιˬα κττ. 2) Μεταφ. ἰσχνός, ἀτροφικός, ἀδύνατος, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων Εὔβ. (Κουρ.): Ἡ νύφφη εἶναι dίπου ἀψώμουτη || Φρ. Ἀψώμουτου πρᾶμα (ἐπὶ ἀσθενικοῦ παιδός). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχαμναδύνατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/