ἀψώνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψώνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψώνιστος ἐπίθ. κοιν. ἄψώνιστε Τσακων. ἀψούνιστος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀψού’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀψούνητος Λεξ. Δημητρ. ἀψούνετος Πόντ. (Κερασ.) ἀψώνιγος Πελοπν. (Μάν.) ἀούνιγος Πόντ. (Τραπ.) ἀψώνιος Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψωνιστὸς<ψωνίζω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐψώνισέ τις, ὁ μὴ ἀγορασθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Τσακων.: Τὰ ροῦχα μας τά ’χουμε ἀκόμα ἀψώνιστα κοιν. 2) ᾽Επὶ πόρνης, ἡ μὴ εὑροῦσα ἐραστὴν σύνηθ.: Ἔμεινε ἀψώνιστη. 3) Ἐνεργ. ὁ μὴ ἀγοράσας ὀψώνια κοιν.: Ἄργησα νὰ βγῶ σήμερα κ’ ἔμεινα ἄψώνιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA