ἀνταριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταριˬάζω πολλαχ. ἀdαριˬάζω Κρήτ. ἀνταριˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀdαριˬάζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ’νταριˬάζου Μακεδ. ’dαριˬάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μέσ. ἀνταριˬάζομαι Νίσυρ. ἀdαριˬάζουμι Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντάρα.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Συνταράσσω, προκαλῶ ἀνησυχίαν, ἀναστάτωσιν, τρόμον πολλαχ.: Μὴν ἀνταριάζης τὸ παιδί. Ἀνταριˬάστηκε ἡ γειτονιˬὰ ἀπὸ τὸ φονικὸ ποῦ ἔγινε. Οἱ κόττες εἴδανε τὸ σκύλλο κιˬ ἀνταριˬαστήκανε πολλαχ. Ἔρχουνται στιγμὲς ποῦ ἡ ψυχή της ἀγριεύει κιˬ ἀνταριˬάζεται ΚΧατζοπούλ. Πύργ. Ἀκροπότ. 24 || ᾎσμ. Οἱ κάμποι ἀνταριˬάζονταν, τὰ πέλαγα βογγοῦσαν Ἤπ.-Ποιήμ. Τί εἶναι τὸ κακὸ ποῦ ἀντάριασε τὰ Γιάννενα τὸν κάμπο; ΚΠαλαμ. Βωμ. 94. Χτυπε͜ιέται κατακέφαλα, ξυπνᾷ ἀνταριˬασμένη ΕΣτρατουδ. Κρητικ. ἐμπνεύσ. 51. 2) Προξενῶ βλάβην εἴς τι, καταστρέψω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺν ἀντάριασαν τούν κῆπου. Θὰ σὶ ἀνταριάσου, κάμι καλά. β) Θρυμματίζω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τ’ς ἀντάριˬασαν τοὺ κιφάλ’. γ) Φονεύω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Θὰ σὶ ἀνταριάσου. 3) Καθιστῶ τι ὁμιχλῶδες, ζοφερὸν πολλαχ.: Θὰ τ’ ἀνταριάσῃ τὸ σπίτι ὁ καπνός. Καὶ ἀμτβ. καθίσταμαι. ὀμιχλώδης, ζοφερός: Ἀντάριˬασε τὸ σπίτι πολλαχ. Τὸ β’νό ἀντάριασι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἀdαριˬασμένος καιρὸς Κρήτ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Ἀνταριˬάσανε τὰ βουνά, συννέφιˬασαν οἱ κάμποι Ἤπ.–Ποίημ. Κοιμήσου καὶ γιˬὰ σένα κλώθ’ ἡ μοῖρα σου ’ς τ ἀνταριˬασμένο ἐπάνου, ’ς τὸ ψηλὸ βουνὸ ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 6. Β) Ἀμτβ. 1) Εὑρίσκομαι ἐν τρικυμιώδει καταστάσει, ἐπί θαλάσσης σύνηθ.: Ἡ θάλασσα ἀντάριασε. Θάλασσα ἀνταριασμένη πολλαχ. || ᾎσμ. Ἡ θάλασσα ἀντάριˬασε καὶ τ᾿ εἶν’ ὁ ἀνταριασμός της; Κωνπλ.-Ποίημ. Ἔρωτα, ποῦ μ’ ἐβύθισες ᾿ς αὐτὰ τ’ ἀγριεμένα, τ’ ἀνταριˬασμένα πέλαγα, ἔλα νὰ μ’ ὀρμηνέψῃς ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 83. 2) Θαμβώνομαι Μακεδ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) -ΑΒαλαωρ. Ἕργα 2,172: Ἀντάριˬασαν τὰ μάτιˬα μ’ Σαρεκκλ. || Ποίημ. Βαρεˬὰ σπαράζει φοβερὴ ᾿ς τὸ χέρι τοῦ Λαμπέτη ἠ κάρα τ᾽ Ἀστραπόγιˬαννου, τὸ μάτι ἀνταριˬασμένο τοῦ σκοτωμένου τρεῖς φορὲς ἀνεβοκατεβαίνει καὶ βασιλεύει σκοτεινὸ ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. θαμπώνω. Πβ. ἀνταρεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA