ἀρτσέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρτσέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀρτσέρα ἡ, Κύπρ. ἀρσέρα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾽Ιταλ. arciera.

Σημασιολογία

Μικρὸν παράθυρον οἰκίας ὑψηλά, φεγγίτης: Ἄν-νοιξε τὴν ἀρσέραν νὰ μπῇ λ-λίος ἀέρας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/