ἀνταρτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταρτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνταρτεύω Λεξ. Δημητρ. ἀdαρτεύω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντάρτης Ἡ λ. καὶ ἐν Πεντατεύχ. Γένεσ. 14,4 (ἔκδ. Hesseling) «δώδεκα χρόνια ἐδούλεψαν καὶ δεκατρία χρόνια ἀντάρτεψαν»
Σημασιολογία
1) Γίνομαι ἀντάρτης Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Σὲ δυˬὸ μῆνες καὶ σὲ τρεῖς ἀdάρτεψε ὸ Κωσταdῆς καὶ διˬάη ἀπάνω ’ς τὰ βουνά. 2) Γίνομαι ἀπειθής, ἀτίθασος Λεξ. Δημητρ.: Ἀντάρτεψαν οἱ κόρες του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA