ἀνταρτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνταρτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνταρτικὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀντάρτικος ἑνιαχ. ἀντάρτ’κους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνταρτικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἔχων σχέσιν πρὸς τοὺς ἀντάρτας λόγ. σύνηθ. : Ἀνταρτικὰ σώματα. 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἀνταρτικὸν σῶμα πολλαχ.: Φρ. Τὸ κάνατε ἀντάρτικο (ἐπὶ καταστάσεως πραγμάτων καθ’ ἣν ἕκαστος κάμνει ὅ,τι θέλει χωρὶς νὰ ὑπακούῃ εἱς ἄλλον) || ᾎσμ. Ἤρθανε Μοραῗτες καὶ Κρητικὰ παιδιˬὰ κιˬ ὁμπρὸς οἱ Ἠπειρῶτες ὅλοι ’ς τ’ ἀνταρτικὰ Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) 3) Ἀνταρσία, ἀπείθεια πολλαχ.: Φρ. Τὸ σήκωσε ᾿ς τ’ ἀντάρτικο! Τὸ ρίχνει ᾿ς τ’ ἀντάρτικο!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA